Monday 9 December 2013

Ο ρόλος των θεσμών στην ευημερία ενός κράτους

Στο πρόσφατο βιβλίο τους, με τίτλο «Γιατί τα Κράτη Αποτυγχάνουν», ο καθηγητής οικονομικών του MIT Νταρόν Ατζέμογλου και ο πολιτικός επιστήμονας του Harvard Τζέιμς Ρόμπινσον, αναδεικνύουν τον κεντρικό ρόλο που διαδραματίζουν οι θεσμοί για την ευημερία ενός κράτους.

Σε αντίθεση με τις προϋπάρχουσες προσεγγίσεις, που προβάλλουν τη γεωγραφική θέση, το απόθεμα κεφαλαίου και το σύστημα αξιών, ως τους σημαντικότερους παράγοντες για την ανάπτυξη και ευημερία ενός κράτους, οι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι τα αίτια της επιτυχίας ή αποτυχίας ενός κράτους εντοπίζονται στη φύση και την ποιότητα των θεσμών. Προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα, ισχυρίζονται ότι οι θεσμοί δεν συνιστούν περιορισμούς αλλά εργαλεία διαμόρφωσης ενός πλέγματος κίνητρων που διευκολύνουν την οικονομική ανάπτυξη και συμβάλλουν στην μεγιστοποίηση της κοινωνικής ευημερίας.


Ο όρος «θεσμοί», με την ευρεία έννοια, περιλαμβάνει το σύνολο των κανόνων, των διαδικασιών συμμόρφωσης και των ηθικών προτύπων που σκοπό έχουν να ρυθμίσουν τη συμπεριφορά των ατόμων σε μια κοινωνία. Οι θεσμοί μπορεί να αφορούν τους κανόνες που διέπουν τη διακυβέρνηση ενός κράτους, τη δικαιοσύνη, τo βαθμό λογοδοσίας των πολιτικών στους πολίτες, την λειτουργία της αγοράς, την ασφάλεια, και την εκπαίδευση.

Οι θεσμοί μπορεί να διακριθούν σε δύο κατηγορίες, τους περιεκτικούς και τους απομυζητικούς. Ως περιεκτικοί θεσμοί ορίζονται εκείνοι που ανοίγουν το παιχνίδι σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερα στρώματα της κοινωνίας και εξασφαλίζουν ένα ισότιμο πεδίο ανταγωνισμού. Από την άλλη, οι απομυζητικοί θεσμοί ορίζονται ως οι θεσμοί που διέπονται από τη λογική της απαλλοτρίωσης εισοδήματος ή πλούτου από ένα τμήμα της κοινωνίας σε όφελος κάποιοι άλλου. 


Το βασικό συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουν οι συγγραφείς είναι ότι τα κράτη διαπρέπουν όταν αναπτύσσουν περιεκτικούς θεσμούς ενώ αποτυγχάνουν όταν οι θεσμοί γίνονται ελιτίστικοι, συγκεντρώνοντας τη δύναμη και τις ευκαιρίες στα χέρια μιας μικρή ομάδας πολιτών. Το κεντρικό επιχείρημα τους είναι ότι για να υπάρξουν επενδύσεις και καινοτομίες, βασικά συστατικά στοιχεία για την μεγέθυνση μίας οικονομίας, θα πρέπει να διασφαλιστούν τα δικαιώματα ιδιοκτησίας. 

Σε ένα κράτος με περιεκτικούς θεσμούς, όπου περισσότεροι πολίτες συμμετέχουν στη διαδικασία διακυβέρνησης, συνεπώς η δυνατότητα εκμετάλλευσης από τους λίγους είναι εξασθενισμένη, και υπάρχει διαφάνεια στον τρόπο λήψης αποφάσεων, δημιουργείται πρόσφορο έδαφος για απελευθέρωση των παραγωγικών δυνάμεων και εκμετάλλευση των ευκαιριών για επενδύσεις και καινοτομίες. Στον αντίποδα, σε ένα κράτος με απομυζητικούς θεσμούς, όπου επικρατεί η ανομία και η αταξία, τα κίνητρα για επενδύσεις θα είναι περιορισμένα επειδή οι καρποί των επενδύσεων πιθανό να «λεηλατηθούν» από αυτούς που διαθέτουν πολιτική και οικονομική δύναμη. 

Στο κρίσιμο ερώτημα αναφορικά με το πώς διαμορφώνονται οι θεσμοί σε ένα κράτος, οι συγγραφείς αναφέρουν ότι οι θεσμοί είναι η συνισταμένη της κατανομής πολιτικής και οικονομικής δύναμης μίας κοινωνίας σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Διατηρούνται όσο ο συσχετισμός των δυνάμεων στο κοινωνικό παίγνιο είναι ευνοϊκός και μεταβάλλονται όταν ο τελευταίος αλλάζει. Αναφέρουν επίσης ότι σημαντικό ρόλο στην κατεύθυνση της εξελικτικής πορείας των θεσμών διαδραματίζουν διάφορα απρόοπτα ή απρόβλεπτα ιστορικά γεγονότα. Μία οικονομική κρίση, για παράδειγμα, είναι δυνατόν να διαταράξει το ισοζύγιο των δυνάμεων που εμπλέκονται στη δημιουργία, τη διατήρηση και τον μετασχηματισμό των θεσμών, και συνακόλουθα να επιτρέψει σε ένα κράτος να ξεφύγει από τον φαύλο ή ενάρετο κύκλο ανάπτυξης.

Αυτή η παρατήρηση είναι ιδιαίτερα σημαντική για την Κύπρο, η οποία βρίσκεται στο μέσο της βαθύτερης οικονομικής κρίσης. Τα όσα έρχονται στην επιφάνεια σε σχέση με τα αίτια και τα αιτιατά που προκάλεσαν την κατάρρευση του τραπεζικού τομέα και τη διόγκωση του δημοσιονομικού ελλείμματος, φανερώνουν ότι η οικονομική κρίση είναι το σύμπτωμα μίας πολύ σοβαρότερης κρίσης, της θεσμικής κρίσης. 

Η ανεπαρκής εποπτεία του τραπεζικού τομέα, η χαμηλή ποιότητα του ρυθμιστικού περιβάλλοντος, η αποτυχία κρατικών επιχειρήσεων, η δυσλειτουργία της δημόσια διοίκησης, οι κακές σχέσεις διάφορων θεσμών του κράτους, η διαχρονική ατιμωρησία, η αναξιοκρατία, η διαφθορά και η γραφειοκρατία που βραχυκυκλώνει την καθημερινότητα του πολίτη και την επιχειρηματικότητα, είναι μερικά μόνο παραδείγματα θεσμικών στρεβλώσεων. 

Αναμφίβολα, οι πιο πάνω θεσμικές αδυναμίες συνέβαλαν καθοριστικά στην εκδήλωση της οικονομική κρίσης στην Κύπρο. Ωστόσο, έχοντας υπόψη το μάθημα της ιστορίας, όπως προκύπτει από την πολύχρονη έρευνα των Ατζέμογλου και Ρόμπινσον, η τρέχουσα οικονομική συγκυρία μπορεί να αποτελέσει μια μοναδική ευκαιρία για ανασυγκρότηση και ανανέωση των θεσμών. Συνεπώς, η όποια προσπάθεια για «επανεκκίνηση» της οικονομίας θα πρέπει να έχει ως αφετηρία το μετασχηματισμό και τον εκσυγχρονισμό των θεσμών. Αυτό αποτελεί αναγκαία συνθήκη για βιώσιμη μακροχρόνια ανάπτυξη της οικονομίας.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Ο Φιλελεύθερος της Κυριακής" στις 8-12-2013.

Wednesday 4 December 2013

Η υπερκατανάλωση αντιβιοτικών συνιστά μείζον απειλή για τη δημόσια υγεία

Η 18η Νοεμβρίου κάθε έτους έχει καθιερωθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως η Ημέρα Ενημέρωσης για τα αντιβιοτικά. Ο στόχος της εν λόγω ευρωπαϊκής πρωτοβουλίας είναι η ευαισθητοποίηση των πολιτών και των επαγγελματικών υγείας σε σχέση με τις δυνητικές επιπτώσεις από τη μη ορθολογική χρήση των αντιβιοτικών.


Το σημαντικότερο, ίσως, πρόβλημα που δημιουργείται, ως αποτέλεσμα της ασύνετης χρήσης αντιβιοτικών, είναι η εξασθένιση της δραστικότητας τους, με δυσμενείς συνέπειες για τη δημόσια υγεία. 

Η ανάπτυξη μικροβιακής αντοχής, δηλαδή δημιουργίας ανθεκτικών μικροβίων στα αντιβιοτικά, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την υπερσυνταγογράφηση αντιβιοτικών από τους επαγγελματίες υγείας.


Η αιτία του προβλήματος της υπερσυνταγογράφησης και υπερκατανάλωσης αντιβιοτικών εντοπίζεται στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των υπηρεσιών υγείας, και συγκεκριμένα στην ασυμμετρία πληροφόρησης μεταξύ γιατρών και ασθενών. Η εν λόγω ασυμμετρία στην πληροφόρηση συχνά οδηγεί στο φαινόμενο της «προκλητής ζήτησης». Επειδή οι γιατροί λαμβάνουν οι ίδιοι τις αποφάσεις σχετικά με την θεραπεία που θα ακολουθήσουν οι ασθενείς τους, είναι δυνατό να ορίσουν μία θεραπεία μεγαλύτερης ποσότητας και υψηλότερου κόστους από αυτή που θα επέλεγε ο ασθενής εάν είχε τέλεια πληροφόρηση σε σχέση με την κατάσταση της υγείας του και την αποτελεσματικότητα των εναλλακτικών θεραπειών.

Η ατελής πληροφόρηση οδηγεί, επομένως, στην απώλεια της «κυριαρχίας» του ασθενή, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να καταναλώνει υπηρεσίες υγείας (συμπεριλαμβανομένων και των αντιβιοτικών) πέρα από το κοινωνικά άριστο επίπεδο.

Το πρόβλημα της «προκλητής ζήτησης» επιτείνεται πολλές φορές και από το γεγονός ότι οι ασθενείς δεν καταβάλλουν οι ίδιοι το κόστος που συνεπάγεται η θεραπευτική αγωγή στην οποία υποβάλλονται, αλλά τα ασφαλιστικά τους ταμεία (πρόβλημα του ηθικού κινδύνου).

Επίσης, σημαντικό ρόλο διαδραματίζει και η συμπεριφορά των ίδιων των ασθενών. Για παράδειγμα, όταν ένας ασθενής πιστεύει ότι χρειάζεται αντιβίωση και δεν του χορηγηθεί, τότε ενδεχόμενα να επισκεφτεί ένα άλλο γιατρό για να «αξιολογήσει καλύτερα» την κατάσταση της υγείας του. Αυτό οδηγεί τους γιατρούς να χορηγούν με μεγαλύτερη ευκολία αντιβιοτικά, ώστε να «ικανοποιήσουν» τους ασθενείς τους, αντί να αφιερώσουν τον απαραίτητο χρόνο για να τους εξηγήσουν γιατί δεν χρειάζονται αντιβίωση.

Για λυθεί το πρόβλημα που δημιουργείται από την υπερσυνταγογράφηση και υπερκατανάλωση αντιβιοτικών, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί η αιτία που το προκαλεί. Θα πρέπει δηλαδή να γεφυρωθεί το χάσμα της πληροφόρησης μεταξύ γιατρών και ασθενών.

Από μελέτες που έχουν γίνει έχει αποδειχθεί ότι οι Κύπριοι πολίτες έχουν σε μεγάλο βαθμό ελλιπή ή και λανθασμένη πληροφόρηση σε σχέση με τα αντιβιοτικά. Τα πιο πρόσφατα στοιχεία επιβεβαιώνουν επίσης ότι η Κύπρος συγκαταλέγεται στις χώρες με τα υψηλοτέρα επίπεδα μικροβιακής αντοχής.

Υπάρχει, επομένως, περιθώριο για ανάληψη πρωτοβουλιών από το κράτος, στα πλαίσια μίας προδραστικής προσέγγισης, για ενημέρωση και ευαισθητοποίηση των πολιτών αναφορικά με τις συνέπειες της κατάχρησης των αντιβιοτικών. Ο ρόλος των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και των Συνδέσμων ή Οργανώσεων των καταναλωτών για την επίτευξη αυτού του στόχου είναι ιδιαίτερα σημαντικός.

Η κατάλληλη και υπεύθυνη χρήση των αντιβιοτικών από τους επαγγελματίες υγείας και τους πολίτες θα οδηγήσει στην αναβάθμιση της ποιότητα ζωής. Θα βοηθήσει επίσης στον περιορισμό των αχρείαστων δαπανών στον κλάδο της υγείας.

Thursday 21 November 2013

Αγορές, Ανταγωνισμός και η Προστασία των Καταναλωτών στην Κύπρο

Αγορές και Ανταγωνισμός

Θεμέλιο του κοινωνικοοικονομικού μας συστήματος είναι η οικονομία της αγοράς. Η αγορά είναι ένας θεσμός στον οποίο οι εμπορικές συναλλαγές ρυθμίζονται χωρίς εξωτερική καθοδήγηση από τις απρόσωπες οικονομικές δυνάμεις, την προσφορά και τη ζήτηση. 

Ακρογωνιαίος λίθος του συστήματος της αγοράς είναι ο ανταγωνισμός, ο οποίος συνιστά, συνήθως, τον καλύτερο τρόπο κατανομής των πλουτοπαραγωγικών πόρων μίας οικονομίας.

Συγκεκριμένα, μία ανταγωνιστική αγορά μπορεί να συμβάλει στη διαμόρφωση χαμηλότερων τιμών, στη βελτίωση της ποιότητας, στη διεύρυνση των επιλογών, στην ενίσχυση της παραγωγικότητας και στην αύξηση των καινοτομικών δραστηριοτήτων. 

Ωστόσο, αναγκαία προϋπόθεση για την εξασφάλιση των ωφελειών αυτών είναι η αποτελεσματική λειτουργία του μηχανισμού της αγοράς. Σε αντίθετη περίπτωση η αγορά αποτυγχάνει να φέρει καλά αποτελέσματα για τους καταναλωτές, και ως εκ τούτου δίνεται το περιθώριο για κρατική παρέμβαση. 

Στη συνέχεια θα αναφερθώ σε περιπτώσεις όπου η αγορά μπορεί να έχει καλά αποτελέσματα για τους καταναλωτές ακόμη και όταν υπάρχουν ατέλειες στη λειτουργία της.


Η αγορά αυτοδιορθώνει τις ατέλειες της - δεν είναι απαραίτητη η παρέμβαση του κράτους

Μια ατέλεια της αγοράς είναι όταν ο καταναλωτής δεν γνωρίζει εκ των προτέρων την ποιότητα ενός προϊόντος. Παραδείγματα αυτού του τύπου προϊόντων είναι τα λογοτεχνικά βιβλία, τα αυτοκίνητα και οι καλλυντικές κρέμες.[1]

Το γεγονός ότι ο καταναλωτής δεν έχει πληροφόρηση σε σχέση με την ποιότητα ενός προϊόντος δεν σημαίνει ότι χρειάζεται απαραίτητα η κρατική παρέμβαση. Η αγορά προσφέρει συνήθως εναλλακτικούς τρόπους ενημέρωσης του καταναλωτή. Για παράδειγμα, μέσω της εμπειρίας που συσσωρεύει από τις επαναλαμβανόμενες αγορές του, ο καταναλωτής μπορεί να αποκτήσει καλή πληροφόρηση σε σχέση με ένα προϊόν. Επίσης, μπορεί να πάρει μια πρώτη εντύπωση σε σχέση με την ποιότητα ενός προϊόντος μέσω δοκιμής ή δείγματος. 

Συνεπώς, ένας καταναλωτής που «ψάχνει και ερευνά» θα μειώσει την πιθανότητα να μετανιώσει στο μέλλον για τις επιλογές του. Από την άλλη, ο καταναλωτής ο οποίος είναι απαθής, είναι πολύ πιθανό να αγοράσει ένα προϊόν το οποίο δεν θα ανταποκρίνεται στις προσδοκίες του. 

Η αγορά μπορεί να λειτουργήσει σχετικά καλά ακόμη και για τα προϊόντα των οποίων τα χαρακτηριστικά ή η ποιότητα δεν γίνονται γνωστά στον καταναλωτή ούτε μετά την κατανάλωσή ή χρήση τους. Παραδείγματα αυτού του τύπου προϊόντων είναι οι θεραπευτικές αγωγές, τα συμπληρώματα διατροφής και η επιδιόρθωση των αυτοκινήτων ή των ηλεκτρικών συσκευών.[2] 

Όταν το κόστος συγκέντρωσης πληροφοριών δεν είναι απαγορευτικό, τότε ο καταναλωτής θα μπορεί να ερευνήσει την αγορά και να εντοπίσει χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες τα προϊόντα με την καλύτερη σχέση τιμής και ποιότητας. Η ανταγωνιστική πίεση που θα δημιουργηθεί από την έρευνα της αγοράς θα υποχρεώσει τις επιχειρήσεις να προσφέρουν ποιοτικά προϊόντα σε ανταγωνιστικές τιμές.

Ακόμη όμως και όταν το κόστος αναζήτησης είναι υψηλό, η αγορά μπορεί να προσφέρει μηχανισμούς διευκόλυνσης για συγκέντρωση πληροφοριών από τους καταναλωτές. Παραδείγματα τέτοιων μηχανισμών είναι τα εμπορικά περιοδικά και οι ιστοσελίδες στο διαδίκτυο που παρέχουν αναλύσεις και συγκρίσεις ανταγωνιστικών προϊόντων. Επίσης, οι οργανισμοί πιστοποίησης της ποιότητας. 

Η αγορά μπορεί επίσης να έχει καλά αποτελέσματα για τους καταναλωτές ακόμα και όταν οι τελευταίοι δεν είναι πλήρως ορθολογικοί (π.χ. αντιμετωπίζουν προβλήματα αυτοελέγχου ή έχουν αδύνατη θέληση). Συχνά, η ίδια η αγορά προσφέρει μηχανισμούς περιορισμού της συμπεριφοράς των καταναλωτών, οι οποίοι επιτρέπουν να αμβλυνθούν ή και να ξεπεραστούν αυτά τα προβλήματα, τουλάχιστον για τους καταναλωτές που αντιλαμβάνονται ότι αντιμετωπίζουν τέτοια προβλήματα.

Για παράδειγμα, τα υψηλά επιτόκια που σχετίζονται με τη μη έγκαιρη εξόφληση της πιστωτικής κάρτας μπορεί να θεωρηθούν ως ένας μηχανισμός για πειθάρχηση των καταναλωτών οι οποίοι δεν μπορούν να ελέγξουν τη ροπή τους για αγορές με χρήση της πιστωτικής τους κάρτας.


Μια υπόθεση στα όσα έχω αναφέρει μέχρι τώρα είναι ότι η πληροφόρηση που δίνουν οι επιχειρήσεις στους καταναλωτές (π.χ. μέσω της διαφήμισης) και η προώθηση των εμπορευμάτων τους γίνεται με θεμιτό τρόπο. Ωστόσο, ακόμη και αν δεν υπήρχε οποιοσδήποτε νομικός περιορισμός αναφορικά με την παραπλανητική διαφήμιση ή την εμπορική προώθηση των προϊόντων, μια επιχείρηση που δραστηριοποιείται σε μια κατά τα άλλα ανταγωνιστική αγορά, θα απέφευγε να εμπλακεί σε τέτοιες αθέμιτες πρακτικές λόγω του ότι θα υποσκαπτόταν η φήμη της, π.χ. μέσω της αρνητικής δημοσιότητας. Επιπλέον, τέτοιοι τρόποι συμπεριφοράς είναι δυνατόν να διαβρώσουν την εμπιστοσύνη των καταναλωτών στο μηχανισμό της διαφήμισης, με αρνητικές συνέπειες τόσο για τις επιχειρήσεις όσο και για τους ίδιους τους καταναλωτές. 

Θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι ο μηχανισμός της φήμης για την αυτό-πειθάρχηση των επιχειρήσεων προϋποθέτει τη δημοσιοποίηση των περιπτώσεων εκμετάλλευσης των καταναλωτών. Σε αυτό τον τομέα, δηλαδή της δημοσιοποίησης, οι σύνδεσμοι καταναλωτών μπορούν να συνεισφέρουν πολλά.

Στη συνέχεια θα αναφερθώ σε περιπτώσεις όπου η αγορά δεν έχει καλά αποτελέσματα για τους καταναλωτές και ως εκ τούτου υπάρχει περιθώριο για διόρθωση των ατελειών και βελτίωση των επιδόσεων της μέσω της κρατικής παρέμβασης.

Η αγορά δεν αυτοδιορθώνει τις ατέλειες της – το κράτος μπορεί να παρέμβει για να προστατεύσει τους καταναλωτές

Ένας λόγος για τον οποίο οι αγορές αποτυγχάνουν να έχουν καλά αποτελέσματα για τους καταναλωτές είναι η νόθευση της ανταγωνιστικής διαδικασίας από τις επιχειρήσεις. Αυτό οφείλεται στο ότι οι επιχειρήσεις που συμμετέχουν σε μία αγορά μπορεί να αυξήσουν τα κέρδη τους μέσω του συντονισμού της συμπεριφοράς τους (π.χ. δημιουργία καρτέλ). 

Άλλοι γνωστοί λόγοι για τους οποίους οι αγορές αποτυγχάνουν να αποδώσουν ικανοποιητικά περιλαμβάνουν την κατάχρηση της οικονομικής δύναμης μέσω εκμεταλλευτικών πρακτικών (π.χ. επιβολή αθέμιτων τιμών ή αυθαιρέτων όρων συναλλαγής) ή συμπεριφοράς που οδηγεί σε αποκλεισμό των ανταγωνιστών από την αγορά (π.χ. εξοντωτική υποτιμολόγηση) καθώς επίσης και τις συγχωνεύσεις επιχειρήσεων που παρακωλύουν σε αισθητό βαθμό τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό με αρνητικές επιδράσεις στην ευημερία των καταναλωτών. 

Ένα κοινό χαρακτηριστικό των προαναφερόμενων λόγων που οδηγούν σε αποτυχία της αγοράς είναι ότι προέρχονται από την πλευρά της προσφοράς. Συνεπώς, η αντιμετώπιση τους δημιουργεί την ανάγκη ύπαρξης κάποιας μορφής ρύθμισης της συμπεριφοράς των επιχειρήσεων, ώστε το «αόρατο χέρι» που συντονίζει τις δυνάμεις της αγοράς να μην καταλήξει σε γρονθοκοπήματα εναντίον των καταναλωτών ή και σε κτυπήματα κάτω από τη μέση μεταξύ των ανταγωνιστών.

Στη συνέχεια, θα αναφερθώ στις αποτυχίες της αγοράς που προκύπτουν από την πλευρά της ζήτησης. 

Η σημαντικότερη αποτυχία της αγοράς από την πλευρά της ζήτησης οφείλεται στην ατελή πληροφόρηση που έχουν οι καταναλωτές σε σχέση με την ποιότητα και τις τιμές των προϊόντων που προσφέρει η αγορά. Πολλές φορές μάλιστα οι καταναλωτές δεν γνωρίζουν καν τις εναλλακτικές επιλογές που έχουν στη διάθεση τους, με αποτέλεσμα να οδηγούνται σε λανθασμένες ή υποβέλτιστες αποφάσεις.

 Όταν η ασυμμετρία στην πληροφόρηση είναι μεγάλη, η αγορά μπορεί να μην καταφέρει να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ καταναλωτή και επιχείρησης είτε επειδή ο καταναλωτής είναι αδύνατο να αποκτήσει τη γνώση που χρειάζεται γρήγορα είτε επειδή η συγκέντρωση και αξιολόγηση των πληροφοριών κοστίζει πάρα πολύ. Παράδειγμα αποτυχίας της αγοράς λόγω ατελούς πληροφόρησης είναι οι υπηρεσίες υγείας και τα προϊόντα των οποίων η αγορά προϋποθέτει τη σύναψη συμβολαίου (π.χ. ασφάλειες, σύνθετα χρηματοοικονομικά προϊόντα). 

Για να ξεπεραστούν τα προβλήματα που προκαλούνται από την ασυμμετρία στην πληροφόρηση και το υψηλό κόστος συγκέντρωσης πληροφοριών από τους καταναλωτές χρειάζεται κρατική παρέμβαση. Η παρέμβαση του κράτους εκδηλώνεται συνήθως με νομοθετικές, ρυθμιστικές, ενημερωτικές, ακόμη και επιχειρηματικές πρωτοβουλίες.

Για παράδειγμα το ίδιο το κράτος μπορεί να συμβάλει στη συγκέντρωση και τυποποίηση των πληροφοριών, ώστε να καθίσταται ευκολότερη η αξιολόγηση και η σύγκριση των εναλλακτικών επιλογών από τους καταναλωτές (π.χ. παρατηρητήρια τιμών).

Το κράτος μπορεί επίσης:
  • να υποχρεώσει τις επιχειρήσεις να καθιερώσουν προδιαγραφές ασφάλειας και πρότυπα ποιότητας για τα προϊόντα τους,
  • να επιβάλει ελάχιστες περιγραφές για τα προϊόντα (συμπεριλαμβανομένων και των συστατικών τους στοιχείων),
  • να ελέγχει για παραπλανητικές περιγραφές προϊόντων,
  • να πιστοποιήσει την ποιότητα μέσω ανεξάρτητων φορέων,
  • να αναλάβει την παραγωγή και διάθεση προϊόντων π.χ. υπηρεσίες υγείας,
  • να καθορίσει κριτήρια εισόδου στην αγορά ώστε να διασφαλιστεί η ποιότητα σε ορισμένες επαγγελματικές υπηρεσίες (π.χ. δικηγόροι, εκπαιδευτές οδηγών, αρχιτέκτονες, μηχανικοί, γιατροί, επενδυτικοί σύμβουλοι).
Σε αυτό το σημείο θέλω να σημειώσω ότι ακόμη και καλά πληροφορημένοι να είναι οι καταναλωτές, η αγορά μπορεί να μην λειτουργήσει αποτελεσματικά λόγω του υψηλού κόστους εναλλαγής ή μεταφοράς των οικονομικών δραστηριοτήτων του καταναλωτή από μία επιχείρηση σε μία άλλη. 

Το υψηλό κόστος εναλλαγής (switching cost) αποτελεί πηγή δύναμης για τις επιχειρήσεις. Αυτό οφείλεται στο ότι μια επιχείρηση μπορεί να αυξήσει τις τιμές της, μέχρι ενός σημείου, χωρίς να απολέσει πελατεία, λόγω του ότι το κόστος εναλλαγής είναι μεγαλύτερο από την εξοικονόμηση που θα προκύψει από την μεταφορά σε ένα ανταγωνιστικό προϊόν που προσφέρεται από μια άλλη επιχείρηση. 

Η υποχρεωτική φορητότητα του τηλεφωνικού αριθμού είναι ένα παράδειγμα παρέμβασης του κράτους, μέσω του ΓΕΡΗΕΤ, για να διευκολυνθεί η εναλλαγή στον κλάδο των τηλεπικοινωνιών.

Στη συνέχεια θα αναφερθώ σε περιπτώσεις όπου η αγορά αποτυγχάνει να λειτουργήσει αποτελεσματικά λόγω των συμπεριφορικών αδυναμιών ή προκαταλήψεων των καταναλωτών. 

Μια συμπεριφορική αδυναμία των καταναλωτών οφείλεται στο ότι υποφέρουν από διάφορες γνωστικές ανεπάρκειες οι οποίες περιορίζουν την ικανότητά τους να συγκρίνουν τις τιμές ή τα χαρακτηριστικά των ανταγωνιστικών προϊόντων. 

Ως αποτέλεσμα, στην προσπάθεια τους να δώσουν γρήγορες λύσεις σε περίπλοκα προβλήματα υιοθετούν ευριστικούς κανόνες (heuristic rules). Βασίζονται δηλαδή σε εμπειροτεχνικές μεθόδους, αντί να καθοδηγούνται από τον ορθολογισμό. Παραδείγματος χάριν, θεωρούν, εσφαλμένα, ότι η τιμή έχει πάντοτε μια θετική συσχέτιση με την ποιότητα ενός προϊόντος. 

Ένα παράδειγμα συμπεριφορικής προκατάληψης του καταναλωτή είναι η λανθασμένη αντίληψη που μπορεί να έχει σε σχέση με τις πιθανότητες ή τη συχνότητα εμφάνισης κάποιου γεγονότος. Αυτό μπορεί να οφείλεται στο ότι βασίζει τις αποφάσεις του σε προσωπικές του εμπειρίες (availability heuristic). Για παράδειγμα, αγοράζει μια περιεκτική ασφάλιση αυτοκινήτου, παρόλο που είναι εξαιρετικός οδηγός, επειδή ένα στενό συγγενικό του πρόσωπο ενεπλάκη σε θανατηφόρο αυτοκινητικό δυστύχημα. Ένα άλλο ενδεικτικό παράδειγμα είναι η μη επέκταση της εγγύησης ενός αυτοκινήτου ή μιας ηλεκτρικής συσκευής λόγω υποεκτίμησης της πιθανότητας εκδήλωσης μελλοντικής βλάβης ή και λόγω υποεκτίμησης του οφέλους που θα προκύψει από την εγγύηση σε περίπτωση βλάβης. 

Μια άλλη περίπτωση όπου η συμπεριφορά του καταναλωτή μπορεί να μην είναι ορθολογική είναι όταν κάνει αγορές οι οποίες δεν είναι συμβατές με τις προτιμήσεις του. Αυτό μπορεί να συμβαίνει λόγω του ότι δεν δίνει τη δέουσα προσοχή στα μικρά γράμματα ή στις λεπτομέρειες των συμβολαίων ή και λόγω του ότι επιδεικνύει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη από όσο θα έπρεπε στις μελλοντικές του προτιμήσεις. 

Ένα παράδειγμα είναι όταν οι καταναλωτές υπερεκτιμούν την ικανότητα τους να εξοφλήσουν εγκαίρως την πιστωτική τους κάρτα και δεν μελετούν στο βαθμό που θα έπρεπε το ύψος του επιτοκίου (ή τα μικρά γράμματα), θεωρώντας εσφαλμένα ότι δεν τους αφορούν. Οι τράπεζες εκμεταλλεύονται βέβαια αυτό το γεγονός δίνοντας διάφορα κίνητρα για χρήση της πιστωτικής κάρτας (π.χ. βαθμούς που εξαργυρώνονται με δώρα ή κληρώσεις), ενώ ταυτόχρονα επιβάλλουν υψηλό επιτόκιο για μη έγκαιρη εξόφληση του συνολικού ποσού που συμφωνείται με την τράπεζα κάθε μήνα. 

Για τη διόρθωση των προαναφερόμενων συμπεριφορικών αδυναμιών των καταναλωτών υπάρχουν περιθώρια για κρατική παρέμβαση. Για παράδειγμα, το κράτος μπορεί να ελέγξει για καταχρηστικούς όρους σε συμβόλαια. Ωστόσο, οι παρεμβάσεις του κράτους θα πρέπει να γίνονται με μεγάλη προσοχή ώστε να μην ατονήσουν τα κίνητρα των καταναλωτών για ανάπτυξη δεξιοτήτων που θα επιτρέψουν την πιο ορθολογική αξιολόγηση των εναλλακτικών επιλογών στο μέλλον. Ένας καταναλωτής ο οποίος είναι βέβαιος ότι δεν θα βρεθεί προ εκπλήξεως από τα μικρά γράμματα των συμβολαίων είναι λιγότερο πιθανό να μελετήσει ένα συμβόλαιο πριν το υπογράψει.

Ένας άλλος παράγοντας που επηρεάζει τη συμπεριφορά των καταναλωτών είναι ο τρόπος με τον οποίο διατυπώνονται οι τιμές των προϊόντων, δηλαδή το πλαίσιο παρουσίασης. 

Τυπικά παραδείγματα πλαισίου τιμολόγησης είναι:

α) η αποσπασματική τιμολόγηση (drip pricing), όταν δηλαδή ο καταναλωτής βλέπει μόνο ένα μέρος της τιμής, ενώ πρόσθετες χρεώσεις αποκαλύπτονται κατά τη διαδικασία αγοράς (πρακτική που ακολουθούν συνήθως οι αεροπορικές εταιρείες και τα ξενοδοχεία), 
β) η σύνθετη τιμολόγηση, π.χ. οι προσφορές 3 για 2,
γ) οι εκπτώσεις, π.χ. η τιμή ήταν Χ, τώρα είναι Υ, 
δ) η δολωματική τιμολόγηση (bait pricing), π.χ. η τιμή είναι Χ μέχρι να εξαντληθεί το απόθεμα και 
ε) οι προσφορές περιορισμένης χρονικής διάρκειας, π.χ. η προσφορά λήγει αύριο.

Αυτού του είδους τα σχέδια τιμολόγησης όταν είναι γνήσια συνήθως είναι προς όφελος των καταναλωτών. Δεν αποκλείεται όμως να οδηγήσουν ορισμένους απαθείς καταναλωτές είτε να διαθέσουν περισσότερα χρήματα από όσο θα έπρεπε για να αποκτήσουν ένα συγκεκριμένο προϊόν (π.χ. αποσπασματική τιμολόγηση, δολωματική τιμολόγηση), είτε να αγοράσουν μεγαλύτερες ποσότητες από αυτές που έχουν πραγματικά ανάγκη (π.χ. πληρώνεις 3, παίρνεις 2). 

Από την άλλη, όταν τα προαναφερόμενα σχέδια τιμολόγησης δεν είναι γνήσια τότε οι καταναλωτές μπορεί να παραπλανηθούν από το πλαίσιο και να τύχουν εκμετάλλευσης από τις επιχειρήσεις (π.χ. υπάρχουν άφθονα παραδείγματα από το λιανικό εμπόριο). Σε αυτή την περίπτωση υπάρχει σημαντικός ρόλος για το κράτος. Για παράδειγμα, το κράτος μπορεί να ελέγξει για παραπλανητικές διαφημίσεις ή παραπλανητική εμπορική προώθηση. Επίσης, μπορεί να επιβάλει τυποποίηση των πληροφοριών ώστε να καθίσταται ευκολότερη η σύγκριση των τιμών από τους καταναλωτές (π.χ. υποχρεωτική προβολή της τιμής ανά μονάδα). 

Πριν ολοκληρώσω την ομιλία μου θα ήθελα να αναφερθώ σε τέσσερα ζητήματα που απασχολούν έντονα τους καταναλωτές, και να τα συνδυάσω με τα όσα έχω αναφέρει μέχρι τώρα. 

Προβληματικές Αγορές – Η προστασία των Καταναλωτών

Το πρώτο ζήτημα αφορά την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Όπως είναι γνωστό, ο κύπριος καταναλωτής πληρώνει την υψηλότερη τιμή ανά κιλοβατώρα στην Ευρώπη. Αυτό οφείλεται κυρίως στην μονοπωλιακή διάρθρωση της αγοράς και στο γεγονός ότι ο καταναλωτής μη έχοντας άλλη εναλλακτική επιλογή τυγχάνει εκμετάλλευσης από την ΑΗΚ. Από τη στιγμή που οι διατιμήσεις του ηλεκτρικού ρεύματος καθορίζονται από την ΡΑΕΚ, με βάση τα στοιχεία που καταθέτει η ΑΗΚ, και υπολογίζονται με τρόπο που να εξασφαλίζεται μια λογική απόδοση στο επενδυμένο κεφάλαιο της ΑΗΚ, διερωτώμαι ποιο το κίνητρο της ΑΗΚ να μειώσει το κόστος της. Από την άλλη, δεν έχω πεισθεί ότι η ΡΑΕΚ προστατεύει πράγματι τα συμφέροντα των καταναλωτών.

Ούτε και πιστεύω ότι η ιδιωτικοποίηση της ΑΗΚ θα λύσει δια μαγείας το πρόβλημα. Εάν δεν εισέλθει στην αγορά άλλη επιχείρηση που να ανταγωνίζεται επι ίσοις όροις την ΑΗΚ δεν να βελτιωθούν οι επιδόσεις της αγοράς. Οι καταναλωτές από μόνοι τους δεν έχουν τη δύναμη να πειθαρχήσουν την ΑΗΚ. Προς το παρόν το μόνο που έχουν πετύχει είναι την αποπληρωμή των λογαριασμών τους μέσω δόσεων. 

Το δεύτερο ζήτημα αφορά τις τιμές των πετρελαιοειδών. Με την απελευθέρωση της αγοράς των πετρελαιοειδών δημιουργήθηκαν προσδοκίες στο καταναλωτικό κοινό ότι οι τιμές των καυσίμων θα μειωθούν. Ωστόσο, λόγω της ανόδου των διεθνών τιμών του αργού πετρελαίου και της μεγάλης αύξησης των φόρων οι τιμές των καυσίμων έχουν εκτοξευθεί τα τελευταία χρόνια. 

Θεωρώ ότι η συμπεριφορά των καταναλωτών μπορεί να πειθαρχήσει σε σημαντικό βαθμό την αγορά. Οι καταναλωτές θα πρέπει να ερευνούν την αγορά και να επιλέγουν τα πρατήρια με τις καλύτερες τιμές. Τα παρατηρητήρια των τιμών των καυσίμων του Υπουργείου Ενέργειας παρέχουν χρήσιμες πληροφορίες που συμβάλλουν στη μείωση του κόστους αναζήτησης από τους καταναλωτές. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης. Η πρόσβαση στις τιμές αντλίας από το κινητό τηλέφωνο θα ήταν μία πολύ θετική εξέλιξη αφού θα μείωνε ακόμη περισσότερο το κόστος αναζήτησης της καλύτερης τιμής από τους καταναλωτές. 

Θεωρώ επίσης ότι η μεθοδολογία που ακολουθεί το Υπουργείο Ενέργειας σε σχέση με την αξιολόγηση των τιμών των καυσίμων χρήζει βελτίωσης. Οι τιμές αναφοράς δεν θα πρέπει να υπολογίζονται με την ίδια μέθοδο που υπολογίζονταν πριν την ελευθεροποίηση της αγοράς. 

Ένα τρίτο ζήτημα αφορά τις τράπεζες. Η δυσλειτουργία του τραπεζικού τομέα στην Κύπρο δεν πρέπει να αποτελεί άλλοθι για την εκμετάλλευση των καταναλωτών, είτε με μονομερείς αυξήσεις των επιτοκίων είτε με αδικαιολόγητες κρυφές χρεώσεις. Με τις συμπεριφορές αυτού του τύπου δεν κερδίζεται η εμπιστοσύνη των καταναλωτών. Διερωτώμαι πως θα ανακτήσουν οι τράπεζες την αξιοπιστία και φήμη τους και να προσελκύσουν κεφάλαια από το εξωτερικό όταν οι «δικοί» τους άνθρωποι δεν τους εμπιστεύονται! 

Έχω την γνώμη ότι θα πρέπει να γίνει μια ενδελεχής έρευνα από ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες σε σχέση με τα συμβόλαια που προσφέρουν οι τράπεζες στους καταναλωτές, είτε αφορούν στεγαστικά δάνεια είτε πιστωτικές κάρτες, και να συγκριθούν με τα αντίστοιχα συμβόλαια που προσφέρονται από πιστωτικά ιδρύματα άλλων κρατών μελών της ΕΕ. Είμαι βέβαιος ότι θα προκύψουν πολύ χρήσιμες παρατηρήσεις που θα βοηθήσουν στην αποτελεσματικότερη παρέμβαση του κράτους για προστασία των καταναλωτών.

Ένα τέταρτο ζήτημα αφορά τις τιμές των φρούτων και των λαχανικών. Θεωρώ πολύ θετική την εξέλιξη με τις λαϊκής αγορές, όπου ο καταναλωτής θα έχει απέναντι του τους παραγωγούς και όχι τους μεσάζοντες. Ωστόσο, για να ωφεληθούν όσο το δυνατόν περισσότεροι καταναλωτές θα πρέπει η οργάνωση των λαϊκών αγορών να μεταφερθεί στις τοπικές αρχές, όπως γίνεται και σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Με αυτό τον τρόπο θα μειωθεί ουσιαστικά το κόστος αναζήτησης και εναλλαγής αφού οι καταναλωτές δεν θα χρειάζεται να διανύσουν τεράστιες αποστάσεις για να έχουν πρόσβαση σε καλύτερες τιμές. 


Ολοκληρώνοντας, θα ήθελα να συνοψίσω ως εξής. 

Επίλογος

Η λειτουργία της ελεύθερης αγοράς ακόμη και όταν υπάρχουν ατέλειες μπορεί να έχει γενικά καλά αποτελέσματα για τους καταναλωτές. Όταν ο μηχανισμός της αγοράς δεν λειτουργεί αποτελεσματικά τότε υπάρχει ρόλος για το κράτος. Η παρέμβαση του κράτους θα πρέπει να στοχεύει στη βελτίωση των επιδόσεων της αγοράς και στην προστασία των καταναλωτών.

Σε αυτό το σημείο θεωρώ απαραίτητο να τονίσω ότι καμία πρωτοβουλία του κράτους δεν μπορεί να είναι επιτυχής, όσο μελετημένη και στοχευμένη και να είναι, εάν οι ίδιοι οι καταναλωτές δεν συνειδητοποιήσουν ότι η πιο αποτελεσματική δύναμη για την πειθάρχηση της συμπεριφοράς των επιχειρήσεων είναι οι ενημερωμένοι και καλά οργανωμένοι καταναλωτές. 

Σημαντικό ρόλο στην προσπάθεια ενημέρωσης και προάσπισης των συμφερόντων των καταναλωτών διαδραματίζουν οι σύνδεσμοι καταναλωτών. Το κράτος θα πρέπει να επενδύσει περισσότερα σε αυτούς τους συνδέσμους ώστε να τους δώσει τη δυνατότητα να αναπτυχθούν περεταίρω και να διευρύνουν την παρουσία τους. 

Η θεσμοθέτηση του Επιτρόπου Προστασίας των Καταναλωτών, η ποιοτική αναβάθμιση της Συμβουλευτικής Επιτροπής Καταναλωτών μέσω της συμμετοχής εμπειρογνωμόνων και η ίδρυση ενός ερευνητικού κέντρου για θέματα που αφορούν τους καταναλωτές μπορούν να βοηθήσουν στον σχεδιασμό καλύτερων πολιτικών προστασίας των καταναλωτών και αποτελεσματικότερης εφαρμογής των νομοθεσιών. 



Δρ. Παναγιώτης Αγησιλάου

Διευθύνων Συνέταιρος | Trojan Economics
p.agisilaou@trojaneconomics.com 



Λευκωσία, 20-11-2013

Εκδήλωση για τα 10χρονα της Παγκύπριας Ένωσης Καταναλωτών και Ποιότητας Ζωής






[1] Γνωστά ως προϊόντα «εμπειρίας» (experience goods). 


[2] Γνωστά ως προϊόντα «εμπιστοσύνης» (credence goods).

Monday 18 November 2013

Μεταρρύθμιση στον τομέα των επαγγελματικών υπηρεσιών στην Κύπρο

Σύμφωνα με το επικαιροποιημένο μνημόνιο συναντίληψης, η Κύπρος θα πρέπει να εντείνει τις προσπάθειες (μερικής) απορρύθμισης και εκσυγχρονισμού του τομέα των επαγγελματικών υπηρεσιών, ώστε να διασφαλιστεί η συμμόρφωση με την ευρωπαϊκή εσωτερική αγορά και τους κανόνες του ανταγωνισμού.

Οι περιορισμοί που υπάρχουν στον τομέα των υπηρεσιών, και οι οποίοι αναφέρονται στο μνημόνιο συναντίληψης, διακρίνονται σε δύο βασικές κατηγορίες. Η πρώτη κατηγορία αναφέρεται στους περιορισμούς που αφορούν την άσκηση επαγγέλματος (π.χ. ελάχιστα απαιτούμενα επαγγελματικά προσόντα, εγγραφή ή συμμετοχή σε ένα επαγγελματικό φορέα) ενώ η δεύτερη κατηγορία αναφέρεται στους περιορισμούς που αφορούν τη συμπεριφορά των επαγγελματιών (π.χ. καθορισμός των τιμών και των αμοιβών, απαγόρευση της διαφήμισης).



Σε σχέση με την πρώτη κατηγορία περιορισμών, δηλαδή τους περιορισμούς που τίθενται για την άσκηση επαγγέλματος, υπάρχει σχετική ομογνωμία αναφορικά με την αναγκαιότητα ύπαρξης τους. Για παράδειγμα, οι ρυθμίσεις που αφορούν τον καθορισμό των απαραίτητων προσόντων και την επάρκεια των μελών ενός επαγγέλματος καθώς επίσης και την επαγγελματική δεοντολογία, μπορεί να είναι απαραίτητες στο ειδικό πλαίσιο ενός επαγγέλματος, ασχέτως αν αυτές οι ρυθμίσεις περιορίζουν την είσοδο νέων επαγγελματιών στην αγορά, π.χ. δικηγόροι, αρχιτέκτονες, εκπαιδευτές οδηγών.

Υπάρχουν τρείς λόγοι για τους οποίους η πλήρης ελευθεροποίηση της εισόδου στην αγορά συγκεκριμένων επαγγελματικών υπηρεσιών μπορεί να βλάψει τους χρήστες-καταναλωτές, αλλά και γενικότερα την κοινωνία. 

Ο πρώτος λόγος είναι ότι οι επαγγελματικές υπηρεσίες αποτελούν αγαθά εμπιστοσύνης (credence goods), η ποιότητα των οποίων δεν μπορεί να ελεγχθεί ή να αξιολογηθεί εύκολα εκ των προτέρων – πολλές φορές ούτε και εκ των υστέρων. Η ασυμμετρία πληροφόρησης μεταξύ των καταναλωτών και των επαγγελματιών, λόγω των τεχνικών ικανοτήτων που διαθέτουν οι επαγγελματίες, δυσχεραίνει την εκτίμηση της ποιότητας των εν λόγω υπηρεσιών από τους καταναλωτές. Ως εκ τούτου, μπορεί να τους οδηγήσει σε μη βέλτιστες επιλογές, γεγονός που καθιστά την παρέμβαση του κράτους επιβεβλημένη, ώστε να διασφαλιστεί η ποιότητα των υπηρεσιών που προσφέρονται από τους επαγγελματίες. 

Ο δεύτερος λόγος είναι ότι ορισμένες επαγγελματικές υπηρεσίες παράγουν αγαθά που έχουν το χαρακτηριστικό του δημόσιου αγαθού, δηλαδή είναι επωφελή για το κοινωνικό σύνολο, π.χ. σωστή άσκηση δικαιοσύνης. Χωρίς ρύθμιση υπάρχει ο κίνδυνος ορισμένες αγορές επαγγελματικών υπηρεσιών να μην ανταποκρίνονται στις ποσοτικές απαιτήσεις ή και τις ποιοτικές προδιαγραφές σχετικά με την προσφορά αυτών των δημοσίων αγαθών. 

Ο τρίτος λόγος είναι ότι η παροχή ορισμένων επαγγελματικών υπηρεσιών μπορεί να έχει επιπτώσεις στην ευημερία τρίτων και όχι μόνο στον χρήστη-καταναλωτή. Συνεπώς, το δημόσιο συμφέρον μπορεί να υπερβαίνει το ιδιωτικό συμφέρον κάτι το οποίο δεν λαμβάνει υπόψη της η ελεύθερη αγορά. 

Από την άλλη, υπάρχουν σοβαρές επιφυλάξεις ως προς τη σκοπιμότητα ύπαρξης των ρυθμίσεων που περιορίζουν τη συμπεριφορά των επαγγελματιών. Παραδείγματα ρυθμίσεων που περιορίζουν τη συμπεριφορά των επαγγελματιών είναι η απαγόρευση της διαφήμισης (π.χ. κτηνίατροι) και ο καθορισμός των τιμών και των αμοιβών εκτός του πλαισίου της αγοράς (αρχιτέκτονες, οδοντίατροι). 

Ένα από τα βασικά επιχειρήματα των ενδιαφερόμενων επαγγελματιών είναι ότι οι προκαθορισμένες ή συνιστώμενες τιμές παρέχουν ένα μηχανισμό για την εξασφάλιση χαμηλών τιμών. Επίσης, ότι αποτελούν εγγύηση για την υψηλή ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχουν. Ωστόσο, οι περιορισμοί συμπεριφοράς είναι δυνατόν να βλάψουν την ανάπτυξη υγιούς ανταγωνισμού μεταξύ των επαγγελματιών, και με τον τρόπο αυτό να αποδυναμώσουν τα κίνητρα των επαγγελματιών να βελτιώσουν τις επιδόσεις τους, ή να μειώσουν τις τιμές, ή να διευρύνουν τις επιχειρηματικές τους δυνατότητες μέσω καινοτομιών και μείωσης του κόστους τους. Ταυτόχρονα, είναι πολύ πιθανό να λειτουργήσουν ως σημείο εστίασης, διευκολύνοντας τη σύμπραξη μεταξύ των επαγγελματιών, με αποτέλεσμα την χαλάρωση του μεταξύ τους ανταγωνισμού. 

Η άρση των περιορισμών στη διαφήμιση των επαγγελματικών υπηρεσιών θα μπορούσε να βοηθήσει τους καταναλωτές να λάβουν πιο συνειδητές αποφάσεις έχοντας καλύτερη επίγνωση των εναλλακτικών επιλογών. Η διαφήμιση, περιλαμβανομένης και της συγκριτικής διαφήμισης, είναι ένα σημαντικό κανάλι πληροφόρησης των καταναλωτών σε σχέση με την ποιότητα και τις τιμές που προσφέρει η αγορά.

Αναμφίβολα, η παρουσία της Τρόικα στην Κύπρο δημιουργεί αρκετούς περιορισμούς ως προς τον τρόπο άσκησης της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, καθώς επίσης και στην κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής. Ωστόσο, η παρουσία της δίνει την ευκαιρία να πραγματοποιηθούν αλλαγές που θα είναι ωφέλιμες για το κοινωνικό σύνολο μακροχρόνια, αλλαγές που για διάφορους λόγους δεν κατέστη δυνατό να πραγματοποιηθούν τα προηγούμενα χρόνια. Η άρση ορισμένων περιορισμών που αφορούν τον τομέα των επαγγελματικών υπηρεσιών είναι προς την ορθή κατεύθυνση και θα συμβάλει στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. 


Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "O Φιλελεύθερος" της Κυριακής στις 17-11-2013.






Wednesday 16 October 2013

Εξαγορά της Olympic Air από την Aegean Airlines - μαθήματα για την Κύπρο

Την περασμένη εβδομάδα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εφεξής η «Επιτροπή») ενέκρινε, βάσει του κανονισμού συγκεντρώσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την προτεινόμενη εξαγορά της Olympic Air από την Aegean Airlines, αμφότερες ελληνικές αεροπορικές εταιρείες. Η εν λόγω απόφαση της Επιτροπής ανατρέπει προηγούμενη απαγορευτική απόφαση που έλαβε το 2011.

Καθοριστική συμβολή για την αλλαγή της στάσης της Επιτροπής διαδραμάτισαν δύο νέα στοιχεία που μεσολάβησαν από την πρώτη απόφαση της το 2011. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή έλαβε υπόψη τη συνεχιζόμενη οικονομική κρίση στην Ελλάδα, η οποία αναπόδραστα επηρέασε αρνητικά τον κλάδο των αερομεταφορών (μείωση 26% μεταξύ 2009 και 2012 για τις πτήσεις εσωτερικού με αναχώρηση από την Αθήνα), και την κακή χρηματοοικονομική κατάσταση της Olympic Air. 



Αξίζει να σημειωθεί ότι η τελευταία πραγματοποιεί συνεχόμενες ζημιές από το 2009, έτος στο οποίο πέρασε στα χέρια ιδιωτών. Το ύψος των λογιστικών ζημιών της κατά το 2011 ανήλθε τα 37,6 εκ. ευρώ, περίπου το 50% της αξίας της με βάση την πρόταση εξαγοράς της από την Aegean Airlines. Μάλιστα, λόγω της δυσμενούς χρηματοοικονομικής της θέσης, ο ιδιωτικός επενδυτικός όμιλος Marfin, ιδιοκτήτης της Olympic Air, διακήρυξε ότι θα τερματίσει την οικονομική στήριξη της εταιρείας σε περίπτωση μη έγκρισης της συναλλαγής από την Επιτροπή. Η εξέλιξη αυτή θα είχε ως αποτέλεσμα τον άμεσο τερματισμό των δραστηριοτήτων της Olympic Air, με συνέπεια τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας να τεθούν εκτός αγοράς, και η Aegean Airlines να καταστεί στην πράξη μονοπώλιο. 

Συνεκτιμώντας τα πιο πάνω δεδομένα, καθώς και το γεγονός ότι δεν υπήρχε άλλος ενδιαφερόμενος αξιόπιστος επενδυτής για να εξαγοράσει την Olympic Air, ή να αγοράσει περιουσιακά της στοιχεία (συμπεριλαμβανομένου και του εμπορικού της σήματος), η Επιτροπή έκρινε ότι η Olympic Air είναι μια προβληματική επιχείρηση με αβέβαιο μέλλον, και ως εκ τούτου ενέκρινε την πρόταση εξαγοράς της από την Aegean Airlines. 

Η απόφαση της Επιτροπής είναι αξιοπρόσεκτη, ιδιαίτερα όσον αφορά τη διαφοροποίηση σε σχέση με τον χαρακτηρισμό της Olympic Air ως προβληματικής επιχείρησης και την εκτίμηση για την εξέλιξη της ζήτησης στον τομέα των αερομεταφορών. Σημειώνεται ότι στην προηγούμενη απαγορευτική της απόφαση, η Επιτροπή έκρινε ότι η Olympic Air δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως προβληματική επιχείρηση, παρά τις τεράστιες λογιστικές ζημιές της, και εκτίμησε, εντελώς λανθασμένα, ότι η ζήτηση για τα δρομολόγια εσωτερικού, στα οποία δραστηριοποιείται κυρίως η Olympic Air, θα αυξανόταν με ρυθμό πέραν του 2% ετησίως! 

Το νέο σχήμα που θα προκύψει με την εξαγορά της Olympic Air από την Aegean Airlines θα αποκτήσει θέση οιονεί μονοπωλίου (περίπου το 90%) στα δρομολόγια εσωτερικού και σημαντική δύναμη (περίπου το 40%) στα δρομολόγια εξωτερικού. Η δημιουργία ενός εθνικού πρωταθλητή, στην δεδομένη δύσκολη οικονομική συγκυρία, δεν είναι κατ’ ανάγκην λανθασμένη επιλογή. Σε μία μικρή περιφερειακή οικονομία, όπως είναι η οικονομία της Ελλάδας, στην οποία η ελάχιστη αποδοτική κλίμακα παραγωγής είναι μεγάλη σε σχέση με το μέγεθος της αγοράς, η δημιουργία ενός εθνικού πρωταθλητή ενδεχόμενα να προάγει και να διευκολύνει την εκμετάλλευση οικονομιών κλίμακας και φάσματος προς όφελος του επιβατικού κοινού.


Αναπόφευκτα, οι εξελίξεις σε σχέση με την εξαγορά της Olympic Air επαναφέρουν στο προσκήνιο την ανάγκη να βρεθεί μια βιώσιμη και μόνιμη λύση στα αδυσώπητα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο δικός μας εθνικός αερομεταφορέας, οι Κυπριακές Αερογραμμές.

Τις επόμενες εβδομάδες η Επιτροπή αναμένεται να αποφασίσει σε σχέση με το σχέδιο αναδιάρθρωσης των Κυπριακών Αερογραμμών και κατά πόσον η αύξηση κεφαλαίου ύψους 31,3 εκ. ευρώ συνιστά κρατική ενίσχυση. 

Έχοντας υπόψη την ιστορική κατάληξη των Ολυμπιακών Αερογραμμών, με την αποτυχημένη ιδιωτικοποίηση και μετονομασία της εταιρείας σε Olympic Air, φρονώ ότι οι πολιτικοί σχεδιασμοί για το θέμα των Κυπριακών Αερογραμμών θα πρέπει να αποσκοπούν στην επίτευξη δύο στόχων. Αφενός να πεισθεί η Επιτροπή ότι η εταιρεία είναι προβληματική, και ως εκ τούτου η βιωσιμότητα της είναι αβέβαιη. Αφετέρου, να αποσαφηνίσει, προβάλλοντας την κατάλληλη επιχειρηματολογία, ότι, με δεδομένη τη δύσκολη οικονομική συγκυρία, δεν υπάρχει ενδεχόμενα άλλη εφικτή ή ρεαλιστική επιλογή από τη δημιουργία μιας νέας κρατικής εταιρείας αερομεταφορών, η οποία θα είναι απαλλαγμένη από τα βαρίδια του παρελθόντος. 

Τα χρονικά περιθώρια είναι ασφυκτικά και οι επιλογές είναι πλέον περιορισμένες. Όταν η ελληνική κυβέρνηση είχε αποφασίσει να προχωρήσει με την ιδιωτικοποίηση των Ολυμπιακών Αερογραμμών ήταν πλέον αργά. Ελπίζω να μην είναι ήδη αργά για να διατηρηθεί ο κρατικός μας αερομεταφορέας.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "O Φιλελεύθερος" της Κυριακής στις 20-10-2013)


Sunday 29 September 2013

Νομοθετική ρύθμιση επιτοκίων

Το άρθρο αυτό επιδιώκει να συμβάλει στη δημόσια συζήτηση για τη σχεδιαζόμενη νομοθετική ρύθμιση των δανειστικών επιτοκίων των τραπεζών, προβάλλοντας επιχειρήματα για την μη παρέμβαση του κράτους στα δανειστικά επιτόκια των τραπεζών, εκτός από αυτά που αφορούν τα υφιστάμενα στεγαστικά δάνεια. 

Καταρχάς, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι το επιτόκιο δανεισμού αντικατοπτρίζει το κόστος του χρήματος για τις τράπεζες. Το κόστος χρήματος είναι συνάρτηση της ρευστότητας και των πιστωτικών και άλλων κινδύνων που αναλαμβάνουν οι τράπεζες όταν πρόκειται να χορηγήσουν δάνεια.

Με όρους ελεύθερης αγοράς, δεν θα ήταν παράλογη η αύξηση των επιτοκίων για τη χορήγηση νέων δανείων στην Κύπρο γιατί μετά τις αποφάσεις του Eurogroup τον περασμένο Μάρτιο, τα δεδομένα δείχνουν ότι η συνολική ρευστότητα στο τραπεζικό μας σύστημα περιορίζεται διαρκώς, ενώ η μακροοικονομική αστάθεια και η αβεβαιότητα έχουν ενταθεί.

Ας δεχθούμε όμως, εντελώς χάριν της συζήτησης, ότι όντως η Βουλή των Αντιπροσώπων παρεμβαίνει για να ρυθμίσει το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο για τα επιτόκια που αφορούν νέα δάνεια. Τι πρέπει να προσδοκούμε από μία τέτοια εξέλιξη; Η απάντηση είναι απλή, σχεδόν τίποτα! Διότι, χωρίς επαρκή ρευστότητα η χορήγηση νέων δανείων θα είναι ιδιαίτερα περιορισμένη. Ακόμη όμως και στην περίπτωση που υπήρχε ικανοποιητική ρευστότητα στο σύστημα, οι τράπεζες ενδεχομένως να αποφάσιζαν συνειδητά να μην χορηγήσουν νέα δάνεια με επιτόκια που το ύψος τους ρυθμίζεται από το νόμο γιατί δεν θα αντανακλούσαν τους πιστωτικούς και άλλους κινδύνους. Συνεπώς, η χορήγηση νέων δανείων από τις τράπεζες δεν θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη όταν η ρύθμιση του ύψους του επιτοκίου δεν αντανακλά το πραγματικό κόστος του χρήματος, ακόμη και όταν είναι εφικτή λόγω της ύπαρξης ρευστότητας.

Στην βάση των πιο πάνω, έχω την άποψη ότι η αποκλιμάκωση των επιτοκίων για τα νέα δάνεια δεν αναμένεται να φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα αν προέλθει μέσα από νομοθετικές παρεμβάσεις. Πιστεύω ότι οι πολιτικές παρεμβάσεις πρέπει να στοχεύσουν στη σταδιακή μείωση της αβεβαιότητας, στη βελτίωση των μακροοικονομικών συνθηκών και στην ενίσχυση των παραγωγικών ικανοτήτων της οικονομίας, γιατί έτσι θα δημιουργηθούν συνθήκες για πραγματοποίηση επενδύσεων με λιγότερο ρίσκο και καλύτερο ποσοστό κέρδους, παράγοντες που θα επιτρέψουν στις τράπεζες να δανείσουν με χαμηλότερα επιτόκια.

Όσον αφορά τα υφιστάμενα δάνεια, και ειδικότερα τα στεγαστικά δάνεια, η επιχειρηματολογία είναι διαφορετική. Σε αυτή την περίπτωση έχω την πεποίθηση ότι η νομοθετική παρέμβαση εκτός από εφικτή είναι και θεμιτή, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι τράπεζες πιθανό να μην λαμβάνουν υπόψη τις αρνητικές παρενέργειες που δημιουργούν οι αποφάσεις τους στο κοινωνικό σύνολο.

Από τη στιγμή που ένας πελάτης μίας τράπεζας συνάπτει μία σύμβαση για παραχώρηση μακροχρόνιου στεγαστικού δανείου ουσιαστικά «κλειδώνεται» (locked-in) στο τραπεζικό ίδρυμα το οποίο του χορηγεί το δάνειο. Ο δανειζόμενος πελάτης δεν μπορεί να επωφεληθεί του ανταγωνισμού μεταξύ των τραπεζών, και να εξασφαλίσει στεγαστικό δάνειο με ευνοϊκότερους όρους από μια άλλη τράπεζα, λόγω του υψηλού κόστους εναλλαγής τράπεζας (π.χ. ρήτρες ποινής σε περίπτωση πρόωρης εξόφλησης του δανείου). 

Από την άλλη, οι τράπεζες επωφελούνται από την χρήση διαφόρων ρητρών αναθεώρησης του ύψους του επιτοκίου, και αυξάνουν τα επιτόκια επικαλούμενες την επιδείνωση διαφόρων παραγόντων που λαμβάνονται υπόψη, κατά τη διαδικασία αναθεώρησης του ύψους του επιτοκίου. Οι εν λόγω ρήτρες αναθεώρησης όμως θα πρέπει να τύχουν νομοθετικής ρύθμισης καθότι είναι καταχρηστικές. Δεν θα ήταν υπερβολή να λεχθεί ότι τέτοιες εκμεταλλευτικές πρακτικές παραπέμπουν σε τοκογλυφία!


Σε κάθε περίπτωση, η πολιτική των αυξημένων επιτοκίων για τα υφιστάμενα στεγαστικά δάνεια, ιδιαίτερα σε μια περίοδο κατακόρυφης αύξησης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, θα οδηγήσει, έστω και οριακά, σε αύξηση των μη εξυπηρετουμένων δανείων. Συνακόλουθα, η αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα οδηγήσει στα χέρια των τραπεζών μεγάλο αριθμό ακινήτων με αποτέλεσμα οι τράπεζες να μετατραπούν σε κτηματικές εταιρείες με αβέβαιο μέλλον.

Συνεπώς, εάν οι τράπεζες επιθυμούν να συνεχίσουν να δραστηριοποιούνται στην παραδοσιακή τραπεζική, και εάν δεν θέλουν να μετεξελιχθούν σε κτηματικές εταιρείες, επιλογή που ενδεχομένως να μην είναι ορθολογική για τις ίδιες, οφείλουν να ενεργήσουν με τρόπο που τα επιτόκια για τα υφιστάμενα στεγαστικά δάνεια να αποκλιμακωθούν. Μακροχρόνια, ενδεχομένως να είναι και η πιο συνετή και συμφέρουσα επιλογή για τις ίδιες τις τράπεζες αλλά και για την κοινωνία στο σύνολο της.

Αν οι τράπεζες δεν μειώσουν τα επιτόκια για τα υφιστάμενα δάνεια από μόνες τους, η δια νόμου ρύθμιση αποτελεί μια επιλογή.

(Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "O Φιλελεύθερος" της Κυριακής στις 6-10-2013)

Monday 16 September 2013

Μεταρρύθμιση του νομικού πλαισίου για τον ανταγωνισμό στην Κύπρο

Την περασμένη Δευτέρα (9/9), η Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού ανακοίνωσε την έναρξη δημόσιας διαβούλευσης σχετικά με τον εκσυγχρονισμό του νομικού πλαισίου για τον ανταγωνισμό στην Κύπρο. Συγκεκριμένα, η δημόσια διαβούλευση αφορά δύο προσχέδια νομοσχεδίων με τίτλο «ο περί Έλεγχου των Συγκεντρώσεων Επιχειρήσεων Νόμος του 2013» και «ο περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού (Τροποποιητικός) Νόμος του 2013». 



Το προσχέδιο νομοσχεδίου που αφορά τις συγκεντρώσεις επιχειρήσεων επιδιώκει να εναρμονίσει την εθνική νομοθεσία σε σχέση με τις συγκεντρώσεις επιχειρήσεων με τον Κανονισμό 139 που θεσπίστηκε το 2004 από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, ο οποίος αφορά τον έλεγχο των συγκεντρώσεων σε ενωσιακό επίπεδο. Οι βασικοί παράμετροι που αφορούν το εκσυγχρονιστικό νομοσχέδιο αναφέρονται συνοπτικά πιο κάτω. 



α) Κριτήριο ουσιαστικού ελέγχου της συμβατότητας 


Το κριτήριο αξιολόγησης της συμβατότητας μίας συγκέντρωσης με την ανταγωνιστική αγορά αναθεωρείτε από «δημιουργία ή ενίσχυση δεσπόζουσας θέσης» σε «σημαντική παρακώλυση του ανταγωνισμού, ιδίως ως αποτέλεσμα της δημιουργίας ή ενίσχυσης δεσπόζουσας θέσης». Η εν λόγω τροποποίηση αντιμετωπίζει αδυναμίες που αναδείχθηκαν στην νομολογία (βλέπε υπόθεση Airtours), καλύπτοντας τις μη συντονισμένες (μονομερείς) επιδράσεις που ενδέχεται να έχει μια συγκέντρωση, ιδίως σε ολιγοπωλιακές αγορές.

β) Βελτιώσεις αποτελεσματικότητας 

Λαμβάνονται ρητά υπόψη οι βελτιώσεις οι οποίες μπορεί να προκύψουν από την συγκέντρωση στην οικονομική αποτελεσματικότητα, ως άμυνα υπέρ μιας αντιανταγωνιστικής συγκέντρωσης. 

γ) Εξορθολογισμός της χρονικής προθεσμίας κοινοποίησης

Εισάγεται η δυνατότητα κοινοποίησης μιας πράξης συγκέντρωσης πριν τεθεί σε εφαρμογή και καταργείται η υποχρέωση κοινοποίησης της συγκέντρωσης το αργότερο μέσα σε μία εβδομάδα από τη σύναψη της συμφωνίας, ή δημοσίευση της δημόσιας προσφοράς εξαγοράς ή της απόκτησης ελέγχουσας συμμετοχής. 

δ) Ενίσχυση των εξουσιών έρευνας της Επιτροπής 

Εντεταλμένοι λειτουργοί της Υπηρεσίας και άλλα εξουσιοδοτημένα πρόσωπα μπορούν να εισέρχονται σε γραφεία, εγκαταστάσεις και τα μέσα μεταφοράς των συμμετεχουσών στην συγκέντρωση επιχειρήσεων, καθώς και σε κάθε άλλο επαγγελματικό χώρο της επιχείρησης, εξαιρουμένων των κατοικιών, χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση και να ελέγχουν αρχεία, βιβλία, λογαριασμούς και άλλα έγγραφα επαγγελματικής φύσεως, ηλεκτρονικά μέσα αποθήκευσης και μεταφοράς δεδομένων και ηλεκτρονική επαγγελματική αλληλογραφία. Κατά την επιτόπια επιθεώρηση οι εντεταλμένοι λειτουργοί και τα λοιπά εξουσιοδοτημένα πρόσωπα έχουν το δικαίωμα να υποβάλουν ερωτήσεις και να ζητήσουν διευκρινήσεις από το προσωπικό της επιχείρησης σε σχέση με το αντικείμενο και το σκοπό του ελέγχου και να καταγράφουν τις απαντήσεις. 

ε) Δυνατότητα τροποποιήσεων ή ανάληψης δεσμεύσεων

Για τις περιπτώσεις στις οποίες η Επιτροπή αποφασίσει τη διεξαγωγή πλήρους διερεύνησης δίδεται η δυνατότητα στις συμμετέχουσες επιχειρήσεις να προβούν σε τροποποιήσεις ή να προτείνουν την ανάληψη δεσμεύσεων, ώστε να αρθούν οι αμφιβολίες ως προς της συμβατότητα της συγκέντρωσης με την ανταγωνιστική αγορά.

στ) Επιβολή τελών 

Προβλέπεται η καταβολή τέλους ύψους 1.000 ευρώ με την υποβολή της κοινοποίησης συγκέντρωσης και 6.000 ευρώ πριν ξεκινήσει η διαδικασία πλήρους διερεύνησης. 


Μια αξιοσημείωτη παρατήρηση σε σχέση με το εν λόγω νομοσχέδιο είναι ότι τα κατώφλια υποχρεωτικής κοινοποίησης παραμένουν αμετάβλητα. Το γεγονός ότι τα υφιστάμενα κατώφλια είναι σχετικά χαμηλά, σε συνδυασμό με α) τις αυξημένες απαιτήσεις πληροφοριών που πρέπει να περιλαμβάνονται στην γνωστοποίηση της συγκέντρωσης, β) τις αυστηρές κυρώσεις σε περίπτωση μη κοινοποίησης και γ) την απουσία διαδικασίας απλοποιημένης και ταχείας κοινοποίησης, θα έχει ως συνέπεια την αύξηση του διοικητικού κόστους για τις επιχειρήσεις. Αυτό είναι κάτι το οποίο θα πρέπει να απασχολήσει τον επιχειρηματικό κόσμο αλλά και γενικότερα, ιδιαίτερα σε μια περίοδο όπου το ζητούμενο είναι η συρρίκνωση του διοικητικού βάρους και η απλοποίηση των διαδικασιών.

Από την άλλη, το προσχέδιο του νομοσχεδίου που αφορά τις αντιμονοπωλιακές πρακτικές (antitrust) επιδιώκει να τροποποιήσει τον υφιστάμενο νόμο περί της προστασίας του ανταγωνισμού, εξασφαλίζοντας μεγαλύτερη προσαρμογή με τους ευρωπαϊκούς κανόνες, και ειδικότερα με τον Κανονισμό 1 του 2003 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, αλλά και τη νομολογία των δικαστηρίων. Επίσης, να διασφαλίσει ένα ομοιόμορφο πλαίσιο εφαρμογής των κανόνων του ανταγωνισμού, ενισχύοντας ταυτόχρονα το βαθμό νομικής βεβαιότητας και τη διαφάνεια. 

Η πιο σημαντική καινοτομία του εν λόγω τροποποιητικού νομοσχεδίου αφορά την εισαγωγή ενός νέου άρθρου που αφορά την εξουσία της Επιτροπής να διεξαγάγει έρευνες σε κλάδους της οικονομίας ή σε συγκεκριμένους τύπους συμφωνιών σε διάφορους κλάδους, όταν η εξέλιξη των οικονομικών συναλλαγών, η δυσκαμψία των τιμών ή άλλες περιστάσεις δημιουργούν υπόνοιες για πιθανό περιορισμό ή στρέβλωση του ανταγωνισμού. Μάλιστα, η Επιτροπή διατηρεί το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει τα στοιχεία που προκύπτουν από αυτού του είδους τις έρευνες σε υποθέσεις παραβάσεων της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας, εθνικής και ενωσιακής. 

Η δημόσια διαβούλευση αναφορικά με τα εν λόγω νομοσχέδια θα ολοκληρωθεί στις 23/9. Περισσότερες πληροφορίες σε σχέση με τη δημόσια διαβούλευση μπορείτε να βρείτε στην ιστοσελίδα της Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού στον σύνδεσμο http://www.competition.gov.cy.

(Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "O Φιλελεύθερος" της Κυριακής στις 22-9-2013)

Friday 2 August 2013

Οι μικροοικονομικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Κύπρος

Οι δημόσιες συζητήσεις μετά την πρωτοφανή απόφαση του Γιούρογκρουπ τον περασμένο Μάρτιο για κούρεμα των καταθέσεων επικεντρώνονται κυρίως στις μακροοικονομικές στρατηγικές και εργαλεία για την άμβλυνση των κραδασμών που προκλήθηκαν στην οικονομία.

Η διόρθωση των ανισορροπιών και η βραχυπρόθεσμη αντιμετώπιση των δυσμενών επιδράσεων είναι σημαντική, ωστόσο, δεν θα πρέπει να αφεθεί να επισκιάσει την ανάγκη για μακροπρόθεσμη και διατηρήσιμη ανάπτυξη. Η εμπέδωση συνθηκών μακροοικονομικής σταθερότητας προϋποθέτει τον εντοπισμό των ιδιαίτερων προβλημάτων που οδήγησαν την Κύπρο στη δυσχερή οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκεται σήμερα και την ριζική επίλυση τους. 

Είναι γεγονός ότι πολλά από τα μακροοικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η κυπριακή οικονομία οφείλονται σε διαχρονικές μικροοικονομικές παθογένειες. Για παράδειγμα, στην απουσία αποτελεσματικού ανταγωνισμού σε καθοριστικής σημασίας κλάδους της οικονομίας, στην στήριξη αποτυχημένων κρατικών επιχειρήσεων και σε ρυθμιστικές εμπλοκές. Συνεπώς, το κλειδί για την έξοδο από την κρίση είναι η διόρθωση των μικροοικονομικών αδυναμιών και η άρση των αντικινήτρων.

Ωστόσο, θα πρέπει να τονιστεί ότι η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζει η Κύπρος σήμερα είναι να διορθωθούν οι ατέλειες στον χρηματοοικονομικό τομέα, μέσω θεσμικής μεταρρύθμισης, και να αποκατασταθεί η εύθραυστη εμπιστοσύνη και αξιοπιστία στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα.



Ανταγωνισμός και ανταγωνιστικότητα
Αναμφίβολα, η διατήρηση ενός ανταγωνιστικού περιβάλλοντος, με ανοικτές και διεκδικήσιμες αγορές, συνιστά την καλύτερη τονωτική ένεση για την διεύρυνση της οικονομικής δραστηριότητας και τη βελτίωση των οικονομικών επιδόσεων. Σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον οι επιχειρήσεις υποχρεώνονται να καινοτομούν και να αναζητούν συνεχώς νέους τρόπους ικανοποίησης της ζήτησης. Η κούρσα για απόκτηση ανταγωνιστικού προβαδίσματος στην αγορά ενισχύει καθοριστικά τα κίνητρα των επιχειρήσεων για να μειώσουν το κόστος παραγωγής τους και να βελτιώσουν την παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητά τους.

Το ανταγωνιστικό περιβάλλον στρεβλώνεται συχνά λόγω αχρείαστων και ανώφελων κρατικών παρεμβάσεων που λαμβάνουν χώρα τόσο στο θεσμικό πλαίσιο όσο και στο επίπεδο της αγοράς. Παραδείγματα τέτοιων περιπτώσεων είναι η Επιτροπή Σιτηρών Κύπρου που κατέχει μονοπωλιακή δύναμη στην εισαγωγή και διανομή σιτηρών στην Κύπρο και το Σφαγείο Κοφίνου που λόγω της απουσίας ανταγωνισμού λειτουργεί με υπερβολικά υψηλό κόστος και πλεονάζον εργατικό δυναμικό. Αυτές οι δραστηριότητες θα μπορούσαν να μεταφερθούν στον ιδιωτικό τομέα. Δεν είναι ο ρόλος του κράτους να εισάγει/ αποθηκεύει/διανέμει σιτηρά ούτε και να σφάζει ζώα. Αντιθέτως, ο ρόλος του κράτους θα πρέπει να είναι η δημιουργία του κατάλληλου θεσμικού πλαισίου που να ευνοεί την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας και τη διεύρυνση των δυνατοτήτων και ικανοτήτων.

Ένα άλλο παράδειγμα είναι η Αρχή Λιμένων Κύπρου, η οποία διαχειρίζεται μονοπωλιακά και τα δύο λιμάνια της Κύπρου αποκλείοντας έτσι κάθε δυνατότητα ανάπτυξης ανταγωνισμού (μεταξύ των δύο λιμανιών) και βελτίωσης της ποιότητας των προσφερομένων υπηρεσιών για προσέλκυση πελατών.

Συνοψίζοντας τα πιο πάνω, η βελτίωση των συνθηκών του ανταγωνισμού θα μπορούσε δυνητικά να συμβάλει στην επιτάχυνση της οικονομικής ανάκαμψης και στην επιστροφή σε θετικούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης.

Ρυθμιστική πολιτική
Σημαντική επίσης είναι και η παρέμβαση σε επίπεδο ρύθμισης. Η δυσλειτουργία ορισμένων αγορών (π.χ. ηλεκτρικής ενέργειας) οφείλεται στην κακή ποιότητα ρύθμισης και στην ρυθμιστική αδράνεια ή σύλληψη. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι λόγω των σημαντικών διασυνδέσεων των ρυθμισμένων αγορών (π.χ. ενέργεια, τηλεπικοινωνίες) με άλλους κλάδους ή αγορές της οικονομίας, η βλάβη που προκαλείται λόγω της ρυθμιστικής ατονίας διαχέεται σε ολόκληρη την οικονομία με αποτέλεσμα την αποψίλωση της ανταγωνιστικότητας της.

Επομένως, η αναμόρφωση και βελτίωση του ρυθμιστικού και εποπτικού πλαισίου είναι δυνατόν να βοηθήσει την αποδέσμευση παραγωγικών δυνάμεων και να ενισχύσει την αποδοτική λειτουργία των αγορών.

Κρατικές ενισχύσεις
Υπάρχουν περιπτώσεις όπου η στρέβλωση δημιουργείτε λόγω κρατικής ενίσχυσης ή στήριξης. Για παράδειγμα, η προσπάθεια επιλογής «εθνικών πρωταθλητών» ή διατήρησης αποτυχημένων επιχειρηματικών μοντέλων μέσω κρατικών επιχορηγήσεων (π.χ. Κυπριακές Αερογραμμές) αποδυναμώνει σημαντικά τα κίνητρα για μείωση του κόστους λειτουργίας ή για ανάληψη πρωτοβουλιών για νέες επενδύσεις. Η στρέβλωση των κινήτρων συμβάλλει στην επιδείνωση της ύφεσης και συγχρόνως επιβάλλει ένα πρόσθετο φορολογικό βάρος το οποίο θα μπορούσε να αποφευχθεί.

Για να διορθωθούν τα μικροοικονομικά προβλήματα και να μην προκληθεί μεγαλύτερη ζημιά στην οικονομία θα πρέπει να αποφευχθούν παρεμβάσεις που εξυπηρετούν διάφορες οργανωμένες ομάδες που ασκούν παρασκηνιακές πιέσεις για προώθηση των δικών τους συμφερόντων. Αποφάσεις για διαρθρωτικές αλλαγές ή μεταρρυθμίσεις που αναβάλλονται ή παρεμβάλλονται από φορείς ή οργανωμένα σύνολα που επιδιώκουν τη μεγιστοποίηση του δικού τους οφέλους έχουν ως αποτέλεσμα τον στραγγαλισμό της δυναμικής της οικονομίας.

Η επιτυχής αντιμετώπιση των πολυσχιδών μικροοικονομικών προκλήσεων που αντιμετωπίζει σήμερα η Κύπρος απαιτεί την εκπόνηση ενός σχεδίου και την εφαρμογή μίας δέσμης μέτρων που να αναδιοργανώνει και να εκσυγχρονίζει το μίκρο-επίπεδο. Μόνο με την ενίσχυση του παραγωγικών και ανταγωνιστικών δομών και την εξασφάλιση ενός στέρεου και διαφανούς ρυθμιστικού πλαισίου θα δημιουργηθεί ένα περιβάλλον πρόσφορο για την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας και την προσέλκυση ξένων επενδύσεων.

Θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η οικονομική πολιτική είναι όπως την κηπουρική. Ο επιτυχημένος κηπουρός είναι αυτός που προσφέρει στα φυτά του το κατάλληλο περιβάλλον για να αναπτυχθούν και όχι αυτός που τραβάει τα φυτά έχοντας της ψευδαίσθηση ότι έτσι θα αναπτυχθούν ταχύτερα.


(Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "O Φιλελεύθερος" της Κυριακής στις 5-8-2013)

Wednesday 3 July 2013

Οι προκλήσεις της Πολιτικής του Ανταγωνισμού σε περιόδους κρίσεων

Η πρόσφατη οικονομική κρίση έχει αναντίλεκτα υπονομεύσει την εμπιστοσύνη στο θεσμό της αγοράς. Κάποιοι, μάλιστα, ισχυρίζονται ότι ο αδυσώπητος ανταγωνισμός στα πλαίσια των αγορών και η επιδίωξη του ιδιωτικού κέρδους έχει συμβάλει καθοριστικά στην εκδήλωση της εν εξελίξει κρίσης στις χρηματαγορές. 

Ωστόσο, δεν υπάρχουν εμπειρικές μελέτες που να αποκρυσταλλώνουν οποιαδήποτε διασύνδεση μεταξύ της έντασης του ανταγωνισμού και της χρηματοοικονομικής κρίσης που ξεκίνησε στις ΗΠΑ το 2008 και επεκτάθηκε μετέπειτα στην Ευρώπη. Αντιθέτως, υπάρχει σχετική ομογνωμία ανάμεσα στους οικονομολόγους σε σχέση με τις ευεργετικές επιδράσεις του ανταγωνισμού σε μια οικονομία, ανεξάρτητα από τη φάση του οικονομικού κύκλου στην οποία βρίσκεται.

Όταν οι αγορές λειτουργούν χωρίς στρεβλώσεις και ο ανταγωνισμός είναι αποδοτικός οι καταναλωτές επωφελούνται από τις χαμηλότερες τιμές (και επομένως χαμηλότερο πληθωρισμό) και την καλύτερη ποιότητα προϊόντων και υπηρεσιών. Έχουν, επίσης, ένα μεγαλύτερο χαρτοφυλάκιο διαθέσιμων επιλογών. Από την άλλη, η ανταγωνιστική πίεση επιβάλλει πειθαρχία στις επιχειρήσεις με αποτέλεσμα τη συνεχή προσπάθεια από πλευράς τους για απόκτηση ανταγωνιστικού προβαδίσματος στην αγορά μέσω επενδύσεων σε  καινοτομίες. Τα οφέλη αυτά είναι ιδιαίτερα σημαντικά σε περιόδους κρίσεων, όπου το ζητούμενο είναι η οικονομική μεγέθυνση. 

Κεντρικό ρόλο στη βελτίωση των προοπτικών μεγέθυνσης μιας οικονομίας διαδραματίζει η Πολιτική του Ανταγωνισμού (με τον όρο «Πολιτική του Ανταγωνισμού» εννοούμε το σύνολο των πολιτικών και των νόμων που διασφαλίζουν ότι ο ανταγωνισμός στην αγορά δεν περιορίζεται κατά τρόπο που να συρρικνώνεται η οικονομική ευημερία). Ο συνδυασμός μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής και μίας σθεναρής Πολιτικής του Ανταγωνισμού συνιστά ίσως την καλύτερη στρατηγική για περιορισμό των αρνητικών επιδράσεων της κρίσης στην πραγματική οικονομία και προαγωγή της οικονομικής ανάκαμψης.


Στη συνέχεια αναφέρονται οι κυριότερες προκλήσεις που αναφύονται λόγω της οικονομικής κρίσης για την Πολιτική του Ανταγωνισμού, καθώς και για τις αρχές που κατά νόμο αναλαμβάνουν την προστασία του ανταγωνισμού. Οι προκλήσεις είναι τόσο θεσμικές, όσο και λειτουργικές, και κωδικοποιούνται ως εξής: α) εκσυγχρονισμός διαδικασιών, β) ιεράρχηση προτεραιοτήτων και γ) ευαισθητοποίηση (advocacy).

Εκσυγχρονισμός διαδικασιών
Σε περιόδους κρίσεων το ζητούμενο είναι η σταθεροποίηση του οικονομικού συστήματος. Προκειμένου μια αρχή ανταγωνισμού να είναι ικανή να αντιδράσει σε επείγουσες και έκτακτες καταστάσεις θα πρέπει οι διαδικασίες ελέγχου και λήψης αποφάσεων να εκσυγχρονιστούν και να βελτιστοποιηθούν. Εάν η τρέχουσα οικονομική συγκυρία αγνοηθεί, τότε ενδεχομένως να υπονομευθεί η σταθερότητα του οικονομικού συστήματος χωρίς κατ’ ανάγκην να προκύψει οποιοδήποτε πρόβλημα σε σχέση με τους κανόνες του ανταγωνισμού.

Ιεράρχηση προτεραιοτήτων
Ο καθορισμός και η ιεράρχηση προτεραιοτήτων είναι αυξανόμενα σημαντική σε περιόδους κρίσεων. Μια αρχή ανταγωνισμού θα πρέπει να διασφαλίσει ότι οι πεπερασμένοι πόροι που έχει στη διάθεση της (ανθρώπινοι και τεχνικοί) διοχετεύονται και αξιοποιούνται με τον πιο αποδοτικό τρόπο, σε παρεμβάσεις όπου το αναμενόμενο όφελος για την κοινωνία είναι σχετικά μεγάλο. Αυτό επιτυγχάνεται με την επικέντρωση των ερευνών σε κλάδους της οικονομίας που είτε άμεσα είτε έμμεσα επηρεάζουν σε σημαντικό βαθμό τον προϋπολογισμό των νοικοκυριών και την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών, π.χ. ηλεκτρική ενέργεια, τηλεπικοινωνίες, πετρελαιοειδή, γαλακτοβιομηχανία. Μια σημαντική ιδιαιτερότητα των πιο πάνω κλάδων/αγορών είναι ότι λόγω του υψηλού βαθμού οριζόντιων και κάθετων διασυνδέσεων που έχουν με άλλους κλάδους/αγορές της οικονομίας επηρεάζουν καθοριστικά την βάση κόστους των επιχειρήσεων, και κατά επέκταση την παραγωγικότητα ολόκληρης της οικονομίας.

Ευαισθητοποίηση (advocacy)
Σε ένα περιβάλλον που η εμπιστοσύνη στις αγορές έχει κλονιστεί και διάφορες οργανωμένες ομάδες συμφερόντων ασκούν έντονες πιέσεις για υιοθέτηση πολιτικών χαλάρωσης του ανταγωνισμού, ο ρόλος των αρχών ανταγωνισμού είναι αναβαθμισμένος. Μπορεί επιφανειακά να φαίνεται ότι η χαλάρωση του ανταγωνισμού είναι μια μη δαπανηρή κυβερνητική επιλογή, καθώς δεν συνεπάγεται οποιαδήποτε άμεση επιβάρυνση για τους φορολογούμενους, εντούτοις συνιστά ένα μη αποτελεσματικό μέτρο για ενίσχυση των επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσχέρειες. Αυτό οφείλεται στο ότι οι πρακτικές χαλάρωσης του ανταγωνισμού συνήθως στρεβλώνουν τα κίνητρα των επιχειρήσεων για προσαρμογή στα νέα δεδομένα, αφού οι επιδόσεις τους στηρίζονται στην κρατική ενίσχυση και όχι στη βάση των συνετών και διορατικών επιχειρηματικών αποφάσεων που λαμβάνονται στα πλαίσια της αγοράς.

Από την άλλη, το κόστος που συνεπάγεται η χαλάρωση του ανταγωνισμού μετακυλίεται εμμέσως στους καταναλωτές, είτε μέσω των αυξημένων τιμών, είτε μέσω της υποβαθμισμένης ποιότητας των προϊόντων και υπηρεσιών. Και επειδή οι καταναλωτές δεν είναι τόσο καλά οργανωμένοι και συμπαγείς όσο οι επιχειρήσεις που ασκούν πολιτική πίεση για υιοθέτηση μέτρων χαλάρωσης του ανταγωνισμού, οι αρχές ανταγωνισμού καλούνται να προσφέρουν μια εξισορροπητική δύναμη στις προσπάθειες αποψίλωσης της δυναμικής του ανταγωνισμού. Αυτό επιτυγχάνεται με την ανάδειξη και εκτίμηση των ωφελειών που προκύπτουν από τον ανταγωνισμό, μέσω εργαλείων που έχουν αναπτυχθεί για την αξιολόγηση της επίδρασης διαφόρων πολιτικών επιλογών στον ανταγωνισμό (π.χ. Οδηγός Αξιολόγησης Συνθηκών Ανταγωνισμού, τόμος 1 και 2, ΟΟΣΑ 2011) και τη διασφάλιση ότι τα ζητήματα του ανταγωνισμού λαμβάνονται υπόψη από τους φορείς διαμόρφωσης πολιτικής.



Τέλος, καθώς η κρίση εντείνει την πίεση για περιορισμό των κυβερνητικών δαπανών, οι αρχές ανταγωνισμού οφείλουν να δικαιολογήσουν τους πόρους που λαμβάνουν από τους φορολογούμενους. Θα πρέπει δηλαδή να αποδείξουν, με εμπεριστατωμένες και αμερόληπτες μελέτες, ότι η παρουσία και η παρέμβαση τους αποφέρει πραγματικά και μετρήσιμα οφέλη ώστε να αποκτήσουν την απαραίτητη κοινωνική νομιμοποίηση.


(Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "O Φιλελεύθερος" της Κυριακής στις 7-7-2013)