Sunday 29 September 2013

Νομοθετική ρύθμιση επιτοκίων

Το άρθρο αυτό επιδιώκει να συμβάλει στη δημόσια συζήτηση για τη σχεδιαζόμενη νομοθετική ρύθμιση των δανειστικών επιτοκίων των τραπεζών, προβάλλοντας επιχειρήματα για την μη παρέμβαση του κράτους στα δανειστικά επιτόκια των τραπεζών, εκτός από αυτά που αφορούν τα υφιστάμενα στεγαστικά δάνεια. 

Καταρχάς, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι το επιτόκιο δανεισμού αντικατοπτρίζει το κόστος του χρήματος για τις τράπεζες. Το κόστος χρήματος είναι συνάρτηση της ρευστότητας και των πιστωτικών και άλλων κινδύνων που αναλαμβάνουν οι τράπεζες όταν πρόκειται να χορηγήσουν δάνεια.

Με όρους ελεύθερης αγοράς, δεν θα ήταν παράλογη η αύξηση των επιτοκίων για τη χορήγηση νέων δανείων στην Κύπρο γιατί μετά τις αποφάσεις του Eurogroup τον περασμένο Μάρτιο, τα δεδομένα δείχνουν ότι η συνολική ρευστότητα στο τραπεζικό μας σύστημα περιορίζεται διαρκώς, ενώ η μακροοικονομική αστάθεια και η αβεβαιότητα έχουν ενταθεί.

Ας δεχθούμε όμως, εντελώς χάριν της συζήτησης, ότι όντως η Βουλή των Αντιπροσώπων παρεμβαίνει για να ρυθμίσει το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο για τα επιτόκια που αφορούν νέα δάνεια. Τι πρέπει να προσδοκούμε από μία τέτοια εξέλιξη; Η απάντηση είναι απλή, σχεδόν τίποτα! Διότι, χωρίς επαρκή ρευστότητα η χορήγηση νέων δανείων θα είναι ιδιαίτερα περιορισμένη. Ακόμη όμως και στην περίπτωση που υπήρχε ικανοποιητική ρευστότητα στο σύστημα, οι τράπεζες ενδεχομένως να αποφάσιζαν συνειδητά να μην χορηγήσουν νέα δάνεια με επιτόκια που το ύψος τους ρυθμίζεται από το νόμο γιατί δεν θα αντανακλούσαν τους πιστωτικούς και άλλους κινδύνους. Συνεπώς, η χορήγηση νέων δανείων από τις τράπεζες δεν θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη όταν η ρύθμιση του ύψους του επιτοκίου δεν αντανακλά το πραγματικό κόστος του χρήματος, ακόμη και όταν είναι εφικτή λόγω της ύπαρξης ρευστότητας.

Στην βάση των πιο πάνω, έχω την άποψη ότι η αποκλιμάκωση των επιτοκίων για τα νέα δάνεια δεν αναμένεται να φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα αν προέλθει μέσα από νομοθετικές παρεμβάσεις. Πιστεύω ότι οι πολιτικές παρεμβάσεις πρέπει να στοχεύσουν στη σταδιακή μείωση της αβεβαιότητας, στη βελτίωση των μακροοικονομικών συνθηκών και στην ενίσχυση των παραγωγικών ικανοτήτων της οικονομίας, γιατί έτσι θα δημιουργηθούν συνθήκες για πραγματοποίηση επενδύσεων με λιγότερο ρίσκο και καλύτερο ποσοστό κέρδους, παράγοντες που θα επιτρέψουν στις τράπεζες να δανείσουν με χαμηλότερα επιτόκια.

Όσον αφορά τα υφιστάμενα δάνεια, και ειδικότερα τα στεγαστικά δάνεια, η επιχειρηματολογία είναι διαφορετική. Σε αυτή την περίπτωση έχω την πεποίθηση ότι η νομοθετική παρέμβαση εκτός από εφικτή είναι και θεμιτή, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι τράπεζες πιθανό να μην λαμβάνουν υπόψη τις αρνητικές παρενέργειες που δημιουργούν οι αποφάσεις τους στο κοινωνικό σύνολο.

Από τη στιγμή που ένας πελάτης μίας τράπεζας συνάπτει μία σύμβαση για παραχώρηση μακροχρόνιου στεγαστικού δανείου ουσιαστικά «κλειδώνεται» (locked-in) στο τραπεζικό ίδρυμα το οποίο του χορηγεί το δάνειο. Ο δανειζόμενος πελάτης δεν μπορεί να επωφεληθεί του ανταγωνισμού μεταξύ των τραπεζών, και να εξασφαλίσει στεγαστικό δάνειο με ευνοϊκότερους όρους από μια άλλη τράπεζα, λόγω του υψηλού κόστους εναλλαγής τράπεζας (π.χ. ρήτρες ποινής σε περίπτωση πρόωρης εξόφλησης του δανείου). 

Από την άλλη, οι τράπεζες επωφελούνται από την χρήση διαφόρων ρητρών αναθεώρησης του ύψους του επιτοκίου, και αυξάνουν τα επιτόκια επικαλούμενες την επιδείνωση διαφόρων παραγόντων που λαμβάνονται υπόψη, κατά τη διαδικασία αναθεώρησης του ύψους του επιτοκίου. Οι εν λόγω ρήτρες αναθεώρησης όμως θα πρέπει να τύχουν νομοθετικής ρύθμισης καθότι είναι καταχρηστικές. Δεν θα ήταν υπερβολή να λεχθεί ότι τέτοιες εκμεταλλευτικές πρακτικές παραπέμπουν σε τοκογλυφία!


Σε κάθε περίπτωση, η πολιτική των αυξημένων επιτοκίων για τα υφιστάμενα στεγαστικά δάνεια, ιδιαίτερα σε μια περίοδο κατακόρυφης αύξησης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, θα οδηγήσει, έστω και οριακά, σε αύξηση των μη εξυπηρετουμένων δανείων. Συνακόλουθα, η αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα οδηγήσει στα χέρια των τραπεζών μεγάλο αριθμό ακινήτων με αποτέλεσμα οι τράπεζες να μετατραπούν σε κτηματικές εταιρείες με αβέβαιο μέλλον.

Συνεπώς, εάν οι τράπεζες επιθυμούν να συνεχίσουν να δραστηριοποιούνται στην παραδοσιακή τραπεζική, και εάν δεν θέλουν να μετεξελιχθούν σε κτηματικές εταιρείες, επιλογή που ενδεχομένως να μην είναι ορθολογική για τις ίδιες, οφείλουν να ενεργήσουν με τρόπο που τα επιτόκια για τα υφιστάμενα στεγαστικά δάνεια να αποκλιμακωθούν. Μακροχρόνια, ενδεχομένως να είναι και η πιο συνετή και συμφέρουσα επιλογή για τις ίδιες τις τράπεζες αλλά και για την κοινωνία στο σύνολο της.

Αν οι τράπεζες δεν μειώσουν τα επιτόκια για τα υφιστάμενα δάνεια από μόνες τους, η δια νόμου ρύθμιση αποτελεί μια επιλογή.

(Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "O Φιλελεύθερος" της Κυριακής στις 6-10-2013)

Monday 16 September 2013

Μεταρρύθμιση του νομικού πλαισίου για τον ανταγωνισμό στην Κύπρο

Την περασμένη Δευτέρα (9/9), η Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού ανακοίνωσε την έναρξη δημόσιας διαβούλευσης σχετικά με τον εκσυγχρονισμό του νομικού πλαισίου για τον ανταγωνισμό στην Κύπρο. Συγκεκριμένα, η δημόσια διαβούλευση αφορά δύο προσχέδια νομοσχεδίων με τίτλο «ο περί Έλεγχου των Συγκεντρώσεων Επιχειρήσεων Νόμος του 2013» και «ο περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού (Τροποποιητικός) Νόμος του 2013». 



Το προσχέδιο νομοσχεδίου που αφορά τις συγκεντρώσεις επιχειρήσεων επιδιώκει να εναρμονίσει την εθνική νομοθεσία σε σχέση με τις συγκεντρώσεις επιχειρήσεων με τον Κανονισμό 139 που θεσπίστηκε το 2004 από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, ο οποίος αφορά τον έλεγχο των συγκεντρώσεων σε ενωσιακό επίπεδο. Οι βασικοί παράμετροι που αφορούν το εκσυγχρονιστικό νομοσχέδιο αναφέρονται συνοπτικά πιο κάτω. 



α) Κριτήριο ουσιαστικού ελέγχου της συμβατότητας 


Το κριτήριο αξιολόγησης της συμβατότητας μίας συγκέντρωσης με την ανταγωνιστική αγορά αναθεωρείτε από «δημιουργία ή ενίσχυση δεσπόζουσας θέσης» σε «σημαντική παρακώλυση του ανταγωνισμού, ιδίως ως αποτέλεσμα της δημιουργίας ή ενίσχυσης δεσπόζουσας θέσης». Η εν λόγω τροποποίηση αντιμετωπίζει αδυναμίες που αναδείχθηκαν στην νομολογία (βλέπε υπόθεση Airtours), καλύπτοντας τις μη συντονισμένες (μονομερείς) επιδράσεις που ενδέχεται να έχει μια συγκέντρωση, ιδίως σε ολιγοπωλιακές αγορές.

β) Βελτιώσεις αποτελεσματικότητας 

Λαμβάνονται ρητά υπόψη οι βελτιώσεις οι οποίες μπορεί να προκύψουν από την συγκέντρωση στην οικονομική αποτελεσματικότητα, ως άμυνα υπέρ μιας αντιανταγωνιστικής συγκέντρωσης. 

γ) Εξορθολογισμός της χρονικής προθεσμίας κοινοποίησης

Εισάγεται η δυνατότητα κοινοποίησης μιας πράξης συγκέντρωσης πριν τεθεί σε εφαρμογή και καταργείται η υποχρέωση κοινοποίησης της συγκέντρωσης το αργότερο μέσα σε μία εβδομάδα από τη σύναψη της συμφωνίας, ή δημοσίευση της δημόσιας προσφοράς εξαγοράς ή της απόκτησης ελέγχουσας συμμετοχής. 

δ) Ενίσχυση των εξουσιών έρευνας της Επιτροπής 

Εντεταλμένοι λειτουργοί της Υπηρεσίας και άλλα εξουσιοδοτημένα πρόσωπα μπορούν να εισέρχονται σε γραφεία, εγκαταστάσεις και τα μέσα μεταφοράς των συμμετεχουσών στην συγκέντρωση επιχειρήσεων, καθώς και σε κάθε άλλο επαγγελματικό χώρο της επιχείρησης, εξαιρουμένων των κατοικιών, χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση και να ελέγχουν αρχεία, βιβλία, λογαριασμούς και άλλα έγγραφα επαγγελματικής φύσεως, ηλεκτρονικά μέσα αποθήκευσης και μεταφοράς δεδομένων και ηλεκτρονική επαγγελματική αλληλογραφία. Κατά την επιτόπια επιθεώρηση οι εντεταλμένοι λειτουργοί και τα λοιπά εξουσιοδοτημένα πρόσωπα έχουν το δικαίωμα να υποβάλουν ερωτήσεις και να ζητήσουν διευκρινήσεις από το προσωπικό της επιχείρησης σε σχέση με το αντικείμενο και το σκοπό του ελέγχου και να καταγράφουν τις απαντήσεις. 

ε) Δυνατότητα τροποποιήσεων ή ανάληψης δεσμεύσεων

Για τις περιπτώσεις στις οποίες η Επιτροπή αποφασίσει τη διεξαγωγή πλήρους διερεύνησης δίδεται η δυνατότητα στις συμμετέχουσες επιχειρήσεις να προβούν σε τροποποιήσεις ή να προτείνουν την ανάληψη δεσμεύσεων, ώστε να αρθούν οι αμφιβολίες ως προς της συμβατότητα της συγκέντρωσης με την ανταγωνιστική αγορά.

στ) Επιβολή τελών 

Προβλέπεται η καταβολή τέλους ύψους 1.000 ευρώ με την υποβολή της κοινοποίησης συγκέντρωσης και 6.000 ευρώ πριν ξεκινήσει η διαδικασία πλήρους διερεύνησης. 


Μια αξιοσημείωτη παρατήρηση σε σχέση με το εν λόγω νομοσχέδιο είναι ότι τα κατώφλια υποχρεωτικής κοινοποίησης παραμένουν αμετάβλητα. Το γεγονός ότι τα υφιστάμενα κατώφλια είναι σχετικά χαμηλά, σε συνδυασμό με α) τις αυξημένες απαιτήσεις πληροφοριών που πρέπει να περιλαμβάνονται στην γνωστοποίηση της συγκέντρωσης, β) τις αυστηρές κυρώσεις σε περίπτωση μη κοινοποίησης και γ) την απουσία διαδικασίας απλοποιημένης και ταχείας κοινοποίησης, θα έχει ως συνέπεια την αύξηση του διοικητικού κόστους για τις επιχειρήσεις. Αυτό είναι κάτι το οποίο θα πρέπει να απασχολήσει τον επιχειρηματικό κόσμο αλλά και γενικότερα, ιδιαίτερα σε μια περίοδο όπου το ζητούμενο είναι η συρρίκνωση του διοικητικού βάρους και η απλοποίηση των διαδικασιών.

Από την άλλη, το προσχέδιο του νομοσχεδίου που αφορά τις αντιμονοπωλιακές πρακτικές (antitrust) επιδιώκει να τροποποιήσει τον υφιστάμενο νόμο περί της προστασίας του ανταγωνισμού, εξασφαλίζοντας μεγαλύτερη προσαρμογή με τους ευρωπαϊκούς κανόνες, και ειδικότερα με τον Κανονισμό 1 του 2003 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, αλλά και τη νομολογία των δικαστηρίων. Επίσης, να διασφαλίσει ένα ομοιόμορφο πλαίσιο εφαρμογής των κανόνων του ανταγωνισμού, ενισχύοντας ταυτόχρονα το βαθμό νομικής βεβαιότητας και τη διαφάνεια. 

Η πιο σημαντική καινοτομία του εν λόγω τροποποιητικού νομοσχεδίου αφορά την εισαγωγή ενός νέου άρθρου που αφορά την εξουσία της Επιτροπής να διεξαγάγει έρευνες σε κλάδους της οικονομίας ή σε συγκεκριμένους τύπους συμφωνιών σε διάφορους κλάδους, όταν η εξέλιξη των οικονομικών συναλλαγών, η δυσκαμψία των τιμών ή άλλες περιστάσεις δημιουργούν υπόνοιες για πιθανό περιορισμό ή στρέβλωση του ανταγωνισμού. Μάλιστα, η Επιτροπή διατηρεί το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει τα στοιχεία που προκύπτουν από αυτού του είδους τις έρευνες σε υποθέσεις παραβάσεων της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας, εθνικής και ενωσιακής. 

Η δημόσια διαβούλευση αναφορικά με τα εν λόγω νομοσχέδια θα ολοκληρωθεί στις 23/9. Περισσότερες πληροφορίες σε σχέση με τη δημόσια διαβούλευση μπορείτε να βρείτε στην ιστοσελίδα της Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού στον σύνδεσμο http://www.competition.gov.cy.

(Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "O Φιλελεύθερος" της Κυριακής στις 22-9-2013)