Monday 22 September 2014

Η σχέση ανταγωνισμού και σταθερότητας στον τραπεζικό τομέα

Το τραπεζικό σύστημα αποτελεί την καρδιά της σύγχρονης οικονομίας αφού μέσω αυτού εφαρμόζεται η νομισματική πολιτική ενός κράτους (ή ένωσης κρατών) και διοχετεύεται ρευστότητα στην οικονομία. Είναι προφανές ότι ένα υγιές τραπεζικό σύστημα συνιστά απαραίτητο συστατικό για την μακροπρόθεσμη ανάπτυξη μιας οικονομίας.

Αναγκαίες συνθήκες για να είναι ένα τραπεζικό σύστημα υγιές είναι η ύπαρξη ικανοποιητικού βαθμού ανταγωνισμού και σταθερότητας. 

Ο ανταγωνισμός στον τραπεζικό τομέα είναι επιθυμητός και είναι δυνατόν, υπο προυποθέσεις, να επιφέρει τα συνήθη οφέλη από τη βελτίωση της κατανεμητικής και παραγωγικής αποτελεσματικότητας και την ενθάρρυνση των καινοτομιών. Από την άλλη, η σταθερότητα ενός τραπεζικού συστήματος είναι επίσης σημαντική παράμετρος για τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη του τραπεζικού τομέα, αλλά και της οικονομίας ευρύτερα, και αυτό είναι ένα δεδομένο που δεν πρέπει να παραβλέπεται. Βέβαια, η ένταση του ανταγωνισμού και η σταθερότητα του τραπεζικού τομέα δεν είναι μεταβλητές ανεξάρτητες μεταξύ τους. Πολλές φορές η σχέση τους είναι αρνητική. Αυτό σημαίνει ότι ανταγωνισμός περαν ενός σημείου μπορεί να δημιουργήσει συνθήκες αποσταθεροποίησης του τραπεζικού συστήματος. Επομένως, στόχος της οικονομικής πολιτικής πρέπει να είναι η διασφάλιση του βέλτιστου επιπέδου ανταγωνισμού στον τραπεζικό τομέα χωρίς να περιορίζεται η σταθερότητα του. 


Ο τραπεζικός τομέας έχει αρκετές ιδιαιτερότητες στον τρόπο λειτουργίας του οι οποίες τον διαφοροποιούν από τους υπόλοιπους τομείς της οικονομίας. Τρεις από τις ιδιαιτερότητες του τραπεζικού τομέα είναι οι εξής: 

Πρώτον, το τραπεζικό σύστημα στηρίζεται σε σημαντικό βαθμό στην εμπιστοσύνη. Η απώλεια της εμπιστοσύνης προκαλεί κρίσεις πανικού οι οποίες μπορεί να οδηγήσουν ακόμη και στην πλήρη κατάρρευση των τραπεζικών ιδρυμάτων. Ακόμη και η φήμη μιας ενδεχόμενης χρεοκοπίας μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη μαζική ανάληψη καταθέσεων μέσω του μηχανισμού των αυτοεκπληρούμενων προφητειών, έστω και εάν η τράπεζα είναι φερέγγυα. Αυτό οφείλεται στη μεγάλη ασυμβατότητα χρονικής διάρκειας μεταξύ του ενεργητικού και παθητικού των τραπεζών (μία τράπεζα δανείζεται βραχυπρόθεσμα και δανείζει μακροπρόθεσμα). Επομένως, μια κρίση εμπιστοσύνης μπορεί να μετατραπεί σε χρόνο μηδέν σε κρίση αφερεγγυότητας.

Δεύτερον, η ύπαρξη στενών διατραπεζικών δεσμών, μέσω των διεθνών συστημάτων πληρωμών και τραπεζικών αγορών, συνεπάγεται αυξημένο κίνδυνο μετάδοσης μιας κρίσης πανικού στο ευρύτερο χρηματοπιστωτικό σύστημα ενός κράτους ή και σε άλλα συνδεδεμένα τραπεζικά συστήματα διεθνώς. 

Τρίτον, οι κρίσεις του τραπεζικού τομέα επηρεάζουν αρνητικά την πραγματική οικονομία με αποτέλεσμα να οδηγούν σε συρρίκνωση της κατανάλωσης και των επενδύσεων, αύξηση της ανεργίας και μείωση της κοινωνικής ευημερίας. 

Για να μειωθεί η πιθανότητα εμφάνισης τραπεζικών κρίσεων, που ως γνωστό προκαλούν σοβαρούς χρηματοοικονομικούς περιορισμούς με πολλαπλασιαστικές αρνητικές συνέπειες στην πραγματική οικονομία, είναι αναγκαία η ρύθμιση και η κατάλληλη προληπτική εποπτεία. 

Η σωστή εποπτεία είναι κεφαλαιώδες ζήτημα και περιλαμβάνει μια σειρά ρυθμίσεων οι οποίες σκοπεύουν στην προστασία του τραπεζικού τομέα. Η απαίτηση για διατήρηση ενός ελάχιστου επιπέδου κεφαλαίων σε σχέση με τις υποχρεώσεις της τράπεζας, ώστε να αποτραπεί η υπερβολική και πολλές φορές αλόγιστη επέκταση του τραπεζικού ισολογισμού μέσω δανεισμού όπως επίσης και η απαίτηση για υιοθέτηση αποτελεσματικών συστημάτων διαχείρισης κινδύνων αποτελούν παραδείγματα τέτοιων ρυθμίσεων που εστιάζουν στη διασφάλιση της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος. Ακόμη και η παροχή κρατικών εγγυήσεων για την ασφάλεια των καταθέσεων (μέχρι ενός ύψους) και η λειτουργία της Κεντρικής Τράπεζας ως δανειστή έσχατης προσφυγής για το τραπεζικό σύστημα μπορεί να περιλαμβάνονται στα μέτρα για την προληπτική προστασία του τραπεζικού συστήματος. 

Παράλληλα, η σταθερότητα στο τραπεζικό σύστημα συνδέεται και με την ένταση του ανταγωνισμού: όταν ξεπεράσει ένα συγκεκριμένο επίπεδο, η περαιτέρω ενδυνάμωση του ανταγωνισμού μπορεί να αποσταθεροποιήσει το τραπεζικό σύστημα. Αυτό μπορεί να συμβεί για παράδειγμα λόγω της ενθάρρυνσης των τραπεζών να αναλάβουν επενδύσεις σε περιουσιακά στοιχεία που ενέχουν υπερβολικό ρίσκο, στην προσπάθεια τους να διασφαλίσουν ένα ελάχιστο μερίδιο αγοράς που θα τους επιτρέψει να επιβιώσουν σε συνθήκες αυξημένου ανταγωνισμού. Γι’ αυτό το λόγο, ορισμένες ρυθμίσεις που περιορίζουν τον ανταγωνισμό προς όφελος της σταθερότητας μπορεί να είναι επιθυμητές και αποδεκτές.

Η μεγάλη πρόκληση επομένως είναι να διασφαλιστεί το βέλτιστο επίπεδο ανταγωνισμού, που θα ελαχιστοποιεί τις στρεβλώσεις που δημιουργεί το ρυθμιστικό πλαίσιο στα κίνητρα των τραπεζών για ανάληψη υπέρμετρου επενδυτικού ρίσκου και θα εξασφαλίζει τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος. Η πρόσφατη οικονομική κρίση θα πρέπει να αποτελέσει το έναυσμα για τον επανασχεδιασμό της πολιτικής του ανταγωνισμού στον τραπεζικό τομέα και όχι αφορμή για την αναστολή της εφαρμογής των κανόνων του ανταγωνισμού, η οποία αναπόδραστα θα καταλήξει σε ανεπιθύμητες και δύσκολα αναστρέψιμες καταστάσεις μακροπρόθεσμα.



Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Ο Φιλελεύθερος της Κυριακής" στις 21/9/2014