Friday 7 September 2012

Ανταγωνισμός, Πολιτική Ανταγωνισμού και Καταναλωτές (Μέρος Δ)

 Οφελη της παρεμβασης των Αρχων Ανταγωνισμου

Το ευκολότερα μετρήσιμο όφελος από την παρέμβαση των Αρχών Ανταγωνισμού είναι αυτό που προκύπτει από τις χαμηλότερες τιμές. Συνεπώς, οι υποθέσεις παράνομων συμπράξεων, και συγκεκριμένα υποθέσεων καρτέλ, που αφορούν καθορισμό τιμών είναι το σημείο αφετηρίας για την μέτρηση των επιδράσεων της παρέμβασης των Αρχών Ανταγωνισμού.

Σύμφωνα με Έκθεση του ΟΟΣΑ αναφορικά με τη φύση και την επίδραση των σκληρών καρτέλ[i] (hardcore cartels) εκτιμάται ότι στην υπόθεση του καρτέλ της λυσίνης (βασικού συστατικού παραγωγής ζωοτροφών) η βλάβη στους καταναλωτές ανερχόταν σε $87 εκ., ελαφρώς μικρότερη από τη ζημιά που προκλήθηκε στους καταναλωτές στην υπόθεση του καρτέλ του κιτρικού οξέος που εκτιμήθηκε σε $100 εκ.. Το καρτέλ του έτοιμου σκυροδέματος στη Γερμανία προκάλεσε ζημίες €112 εκ., ενώ η υπόθεση του υδροηλεκτρισμού στην Νορβηγία προκάλεσε ζημίες €140 εκ. στους καταναλωτές. Η υπόθεση του καρτέλ του συνδέσμου ξενοδόχων της Ισπανίας προκάλεσε σύμφωνα με την ίδια έκθεση ζημιές €180 εκ.. Οι υπερχρεώσεις στο καρτέλ των βιταμινών για την περίοδο 1989-99 εκτιμούνται σε $72 εκ. ετησίως στις εννιά χώρες στις οποίες συνελέγησαν δεδομένα. Για να κατανοήσει κανείς το μέγεθος του οφέλους που προκύπτει από την παρέμβαση των Αρχών Ανταγωνισμού αρκεί να διαπιστώσει ότι το κόστος που συνεπάγεται η λειτουργία των Αρχών Ανταγωνισμού σε αυτές τις χώρες συναθροίζεται σε $95 εκ. το χρόνο.[ii]

Επιπρόσθετα, στην Αγγλία το 2002 η Εθνική Αρχή Ανταγωνισμού (Competition Commission) εντόπισε ότι οι τιμές των καινούριων αυτοκινήτων ήταν 10% υψηλότερες από ότι θα έπρεπε να ήταν και ότι ως αποτέλεσμα των υπερχρεώσεων οι καταναλωτές υπέστησαν ζημιά 2 εκ. στερλινών ετησίως. Το 2003 διαπιστώθηκε επίσης ότι οι εταιρείες παροχής υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας της Αγγλίας υπερχρέωναν κατά 40% τους πελάτες τους. Εκτιμάτε ότι  η θεραπεία που επιβλήθηκε από την αγγλική Επιτροπή Ανταγωνισμού στην τελευταία αυτή περίπτωση επέφερε όφελος 81,25-175 εκ. στερλίνες ετησίως στους καταναλωτές.[iii]

Θα πρέπει να τονιστεί ότι τα προαναφερόμενα οφέλη αντιστοιχούν στην επιπλέον οικονομική επιβάρυνση που έφεραν οι καταναλωτές που εξακολουθούσαν να αγοράζουν στις αυξημένες τιμές. Υπάρχουν και καταναλωτές, οι οποίοι είχαν αποθαρρυνθεί και εκτοπιστεί από την αγορά καθώς η μέγιστη τιμή που ήταν διατεθειμένοι να πληρώσουν ήταν σαφώς χαμηλότερη από τις συμπαιγνιακές τιμές που διαμορφώνονταν στην αγορά. Επομένως, τα οφέλη της παρέμβασης των Αρχών Ανταγωνισμού είναι αναμφισβήτητα ακόμη μεγαλύτερα εάν ληφθούν υπόψη αυτές οι μη πραγματοποιούμενες αγοραίες «συναλλαγές».





Επιπρόσθετα, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι τα πιο πάνω αναφερόμενα ποσά είναι αυτά τα οποία ήταν άμεσα και με σχετική ακρίβεια μετρήσιμα. Υπάρχει, ωστόσο, και μία σειρά από άλλα οφέλη τα οποία μπορεί να προκύψουν από την παρέμβαση των Αρχών Ανταγωνισμού και τα οποία είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατον, να ποσοτικοποιηθούν. Παραδείγματα αυτών των ωφελειών είναι η διάθεση στην αγορά προϊόντων ανώτερης ποιότητας ή και η προσφορά μεγαλύτερης ποικιλίας προϊόντων.

Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι πολλαπλάσια είναι τα οφέλη που δημιουργούνται λόγω αποτροπής διαφόρων παραβάσεων, που διαφορετικά, δηλαδή στην απουσία Πολιτικής Ανταγωνισμού, θα ελάμβαναν χώρα. Για παράδειγμα στην Αγγλία εκτιμήθηκε ότι τα οφέλη αποτροπής είναι τουλάχιστον 4-5 φορές μεγαλύτερα από τα οφέλη που προκύπτουν από την άμεση παρέμβαση των Αρχών Ανταγωνισμού.[iv] Μια πιο πρόσφατη και επικαιροποιημένη μελέτη του Office of Fair Trading (OFT) της Αγγλίας[v] εκτιμά ότι η αναλογία εξεταζόμενων και αποτρεπόμενων υποθέσεων για καρτέλ είναι 1:28, δηλαδή για κάθε μία υπόθεση καρτέλ που ερευνάται από το OFT αποτρέπονται τουλάχιστον άλλες 28 παραβάσεις παρόμοιας φύσεως. Για τις υποθέσεις κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης η αναλογία εκτιμάται σε 1:12, ενώ για άλλες υποθέσεις που αφορούν εμπορικές συμφωνίες η αναλογία εκτιμάται σε 1:40.




[i] Report on the nature and impact of hard core cartels and sanction against cartel laws under national competition law, OECD, Απρίλης 2002. Διαθέσιμο στο διαδικτυακό τόπο: www.oecd.org/dataoecd/16/20/2081831.pdf.
[ii] J. Clarke and S. Evenett [2002], The deterrent effects of national anti-cartel laws: evidence from the international vitamin cartel, Working paper 2-13.
[iii] S. Davies, H. Coles, M. Olczak, C. Pike and C. Wilson [2004], The benefits from competition: some illustrative UK cases, DIT Economics Paper no. 9.
[iv] The deterrent effect of competition enforcement by the OFT, A report prepared for the OFT by Deloitte, Nov. 2007.
[v] The impact of competition interventions on compliance and deterrence, OFT, Δεκ. 2011. Διαθέσιμο στο διαδικτυακό τόπο:

Wednesday 5 September 2012

Ανταγωνισμός, Πολιτική Ανταγωνισμού και Καταναλωτές (Μέρος Γ)


Τα πρακτικα οφελη της οικονομιας της αγορας και του ανταγωνισμου

Η οικονομική ιστορία προσφέρει πληθώρα μακροοικονομικών και μικροοικονομικών τεκμηρίων σε σχέση με τα οφέλη των οικονομιών της αγοράς. Για παράδειγμα ο Douglass North[i] αντιπαραβάλλει τις πρώτες αποικίες στη Βόρεια Αμερική, που βασίστηκαν στα ασφαλή και κατοχυρωμένα δικαιώματα ατομικής ιδιοκτησίας, και την αποκεντρωμένη λήψη αποφάσεων, με τις αποικίες της Νότιας Αμερικής, οι οποίες εγκαθίδρυσαν γραφειοκρατικά κεντρικά συστήματα ελέγχου των επιχειρηματικών αποφάσεων και των αγορών γενικότερα. Η σύγκριση της διαχρονικής εξέλιξης της οικονομικής μεγέθυνσης και ανάπτυξης της Αμερικής (Βόρειας και Νότιας) είναι κοινά γνωστή και δεν χρήζει περαιτέρω εξειδίκευσης. Μιλά αφ’ εαυτής!

Στην Ευρώπη, οι πρώην κομουνιστικές οικονομίες της κεντρικής και της ανατολικής Ευρώπης συνιστούν ένα φυσικό πείραμα (natural experiment), το οποίο διήρκεσε για περισσότερο από 40 χρόνια στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. Η σύγκριση μεταξύ Πολωνίας και Ισπανίας αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Και οι δύο χώρες ήταν καθολικές στο θρήσκευμα και είχαν πληθυσμό κοντά στα 25 εκ. τη δεκαετία του ’50 (40 εκ. στο τέλος του αιώνα). Είχαν επίσης παρόμοιο γεωγραφικό μέγεθος και οι οικονομίες τους ήταν προσανατολισμένες στον αγροτικό τομέα. Το 1950, η Πολωνία είχε μεικτό κατά κεφαλήν εισόδημα περίπου $750 και η Ισπανία $500. Κατά τα επόμενα 40 χρόνια, η οικονομία της Πολωνίας στηρίχθηκε στον κεντρικό σχεδιασμό με περιορισμένο περιθώριο λήψης αποφάσεων στα πλαίσια του συστήματος της αγοράς. Στον αντίποδα, η οικονομία της Ισπανίας βασιζόταν στο σύστημα της ελεύθερης αγοράς. Το 1990, όταν το Πολωνικό κομμουνιστικό σύστημα κατέρρευσε, το κατά κεφαλήν εισόδημα της Ισπανία ήταν τέσσερις φορές μεγαλύτερο από αυτό της Πολωνίας.[ii]

Η συγκριτική εξέλιξη των κεντρικά συντονισμένων οικονομιών της ανατολικής Ευρώπης και των σοσιαλιστικών οικονομιών της αγοράς της δυτικής Ευρώπης, για την ίδια περίοδο, προσφέρει επίσης μία άλλη περισσότερο έντονη και ευδιάκριτη σύγκριση της διαχρονικής εξέλιξης των οικονομιών που υιοθέτησαν διαφορετικούς θεσμούς στη λήψη των αποφάσεων.

Επίσης, το πρόγραμμα για την ολοκλήρωση της ευρωπαϊκής αγοράς, το οποίο στόχευε στην κατάργηση ή τον περιορισμό των εμποδίων στο εμπόριο μεταξύ των κρατών της Ευρώπης, συνιστά ένα ακόμη παράδειγμα σε σχέση με τα οφέλη που μπορεί να προκύψουν από τον ανταγωνισμό και την ελευθεροποίηση των αγορών. Ένα κλασικό παράδειγμα είναι η απορρύθμιση του κλάδου των αερομεταφορών και η συνεπαγόμενη εμφάνιση αεροπορικών εταιρειών χαμηλών ναύλων (π.χ. Easyjet και Ryanair). Ως αποτέλεσμα της χειραφέτησης του εν λόγω κλάδου, η συχνότητα αεροπορικών ταξιδιών στην Ευρωπαϊκή Ένωση για την περίοδο 1992-2002 αυξήθηκε κατά 78%. Ταυτόχρονα, οι τιμές για τα εισιτήρια οικονομικής θέσης των παραδοσιακών επιχειρήσεων του κλάδου των αερομεταφορών μειώθηκαν κατά 66%. Ένα άλλο επίσης κλασικό παράδειγμα είναι η ελευθεροποίηση των κλάδων των τηλεπικοινωνιών και ενέργειας αλλά. Ειδικότερα, σε σχέση με τον κλάδο των τηλεπικοινωνιών, η μείωση των τιμών είναι ενδεικτική για τις διεθνείς κλήσεις, όπου το μέσο κόστος κλήσεων για τις χώρες μέλη του ΟΟΣΑ μειώθηκε για την περίοδο 8/1998 μέχρι 8/2003 κατά 41% για τους οικιακούς χρήστες και 45% για τους επαγγελματικούς χρήστες.[iii]

Στην Κύπρο η απορρύθμιση του κλάδου των ηλεκτρονικών επικοινωνιών ενδεχομένως να αποτελεί το καλύτερο παράδειγμα των ωφελειών που προκύπτουν από τον ανταγωνισμό.[iv] Η ελευθεροποίηση του συγκεκριμένου κλάδου επέφερε πρωτόγνωρες εξελίξεις και σημαντικές ανακατατάξεις στις αγορές της σταθερής και της κινητής τηλεφωνίας, αλλά και στις αγορές των ευρυζωνικών υπηρεσιών. Σήμερα ο κύπριος καταναλωτής έχει περισσότερες επιλογές, τόσο όσον αφορά τον παροχέα των τηλεπικοινωνιακών προϊόντων/υπηρεσιών, όσο και αναφορικά με την ποικιλία των προσφερόμενων προϊόντων/υπηρεσιών. Η Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (ΑΤΗΚ) έχει μειώσει δραστικά τις τιμές/χρεώσεις σχεδόν όλων των προϊόντων/υπηρεσιών της μετά την απορρύθμιση της αγοράς.[v] Αναμφίβολα ο ανταγωνισμός στο συγκεκριμένο κλάδο επιτάχυνε την ανάπτυξη νέων προϊόντων και υπηρεσιών από νέες ιδιωτικές επιχειρήσεις τηλεπικοινωνιών. Ωστόσο, θα πρέπει να τονιστεί ότι το άνοιγμα του εν λόγω τομέα στον ανταγωνισμό συνάντησε την αντίσταση της ΑΤΗΚ, η οποία κατείχε επί σειρά ετών νομικό μονοπώλιο. Η αντίσταση αυτή εκδηλώθηκε, όπως διαπιστώνει η Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού στις αποφάσεις της, με ποικίλες καταχρηστικές συμπεριφορές. Κοινή επιδίωξη των εν λόγω συμπεριφορών της ΑΤΗΚ ήταν η αποθάρρυνση, και σε τελική ανάλυση η παρεμπόδιση, της εισόδου νέων ανταγωνιστών στον κλάδο και η εκμετάλλευση ή/και αποκλεισμός αυτών που «κατόρθωσαν» να εισέλθουν στην αγορά. Αναφέρονται ενδεικτικά, ως παραδείγματα, η αδικαιολόγητη καθυστέρηση παροχής πρόσβασης στους ανταγωνιστές της σε ουσιώδεις υποδομές, αναστέλλοντας με τον τρόπο αυτό την προσφορά νέων καινοτόμων προϊόντων από τους ανταγωνιστές της[vi], η επιβολή αθέμιτων τιμών, εκμεταλλευόμενη τη μονοπωλιακή θέση της, η οποία δεν αποκτήθηκε λόγω των ανταγωνιστικών επιδόσεων ή ικανοτήτων της (competition on the merits) αλλά με κρατική προστασία και με δημόσιους πόρους, η συμπίεση των περιθωρίων κέρδους των ανταγωνιστών της ώστε να αποκλειστούν από την αγορά[vii], η επιβολή αθέμιτων τιμών στους τελικούς καταναλωτές στις σχετικές αγορές που διέθετε μονοπώλιο, επιδοτώντας ταυτόχρονα τις αγορές στις οποίες υπήρχε ανταγωνισμός, συμπεριφορά η οποία οδηγούσε ταυτόχρονα σε εκμετάλλευση των τελικών καταναλωτών και αποκλεισμό των ανταγωνιστών της.[viii]

Η συμπεριφορά της ΑΤΗΚ δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη. Είναι ένα «καρκίνωμα» που δημιουργείται από το ίδιο το σύστημα της αγοράς. Αυτή η εκ πρώτης όψεως παράδοξη συμπεριφορά αναφύεται λόγω του ότι οι ίδιες οι δυνάμεις που απαρτίζουν την αγορά έχουν την εγγενή τάση, αν αφεθούν ελεύθερες και ανεξέλεγκτες, να οδηγούν στην αυτοαναίρεση ή την αυτοκατάργηση του ανταγωνισμού. Αναντίλεκτα, η επιχειρηματική ζωή είναι λιγότερο έντονη και ανήσυχη όταν ο ανταγωνισμός αναχαιτιστεί. Η παρατήρηση αυτή δεν είναι καινούρια. Ο ίδιος ο Adam Smith, ο πνευματικός πατέρας της φιλελεύθερης οικονομικής σκέψης επεσήμανε ήδη από το 1776 το διαχρονικό πειρασμό των επιχειρήσεων να συντονίσουν τη συμπεριφορά τους και να υπονομεύσουν την ανταγωνιστική διαδικασία.



People of the same trade seldom meet together, even for merriment and diversion, but the conversation ends in a conspiracy against the public, or in some contrivance to raise prices. It is impossible indeed to prevent such meetings, by any law which either could be executed, or would be consistent with liberty and justice. But though the law cannot hinder people of the same trade from sometimes assembling together, it ought to do nothing to facilitate such assemblies; much less to render them necessary". 

Adam Smith, An Inquiry into the Nature and Causes of the Wealth of Nations (1776).



Είναι γι’ αυτό ακριβώς τον λόγο που ανακύπτει η ανάγκη ύπαρξης κάποιας μορφής επιδιαιτησίας, ώστε το «αόρατο χέρι» που συντονίζει τις αποφάσεις των οικονομικών δρώντων, στα πλαίσια της αγοράς, να μην καταλήξει σε γρονθοκοπήματα εναντίων των καταναλωτών ή και σε κτυπήματα κάτω από τη μέση μεταξύ των ανταγωνιστών. Η βασική επιδίωξη του διαιτητή είναι η διασφάλιση και διατήρηση ενός ισοζυγίου. Αφενός, οι επιχειρήσεις δεν θα πρέπει να υπέρ-ρυθμίζονται ώστε να μην αποψιλώνεται η δυναμική του ανταγωνισμού και να εμποδίζονται οι επιχειρήσεις να αναπτύξουν καινοτόμα προϊόντα ή και νέες στρατηγικές ανταγωνισμού για προσέλκυση πελατείας. Αφετέρου, οι επιχειρήσεις δεν θα πρέπει να αφεθούν απόλυτα ελεύθερες να ικανοποιήσουν τη φυσική τους προτίμηση για μονοπωλιακές θέσεις, από τις οποίες θα καρπωθούν υπερκανονικά κέρδη (supra-normal profits).




[i] D. North [1991], Institutions, Journal of Economic Perspectives, vol. 5(1), σελ. 97-112.
[ii] B. Lyons, Cases in European Competition Policy, Cambridge University Press (2009), σελ. 2-4.
[iii] European Commission, EC competition policy and the consumer, Luxembourg: Office for Official Publications of the European Communities (2004). Διαθέσιμο στο διαδικτυακό τόπο:
http://ec.europa.eu/competition/publications/consumer_en.pdf.
[iv] Τα οφέλη της απορρύθμισης του τομέα των τηλεπικοινωνιών στην Κύπρο δυστυχώς δεν έχουν ποσοτικοποιηθεί μέχρι σήμερα.
[v] Απόφαση ΕΠΑ υπ’ αριθμό 4/2006, Καταγγελία της εταιρείας Areeba Ltd εναντίον της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου για πιθανή παράβαση του περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου, άρθρο 6, ημερ. 18/1/2006. Ένας από τους ισχυρισμούς της Αreeba, τον οποίο η Επιτροπή δεν αμφισβήτησε στην απόφαση της, ήταν ότι η ΑΤΗΚ μείωσε το μηνιαίο πάγιο της για τη κινητή συνδρομητική τηλεφωνία πέραν του 80% και τα τέλη συνδρομητικής τηλεφωνίας πέραν του 50%. Επίσης ότι η ΑΤΗΚ μείωσε τα τέλη της προπληρωμένης κινητής τηλεφωνίας πέραν του 75%.
[vi] Απόφαση ΕΠΑ υπ’ αριθμό 132/2008, Καταγγελία της εταιρείας Thunderworx Ltd εναντίον της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, ημερ. 21/11/2008.
[vii] Απόφαση ΕΠΑ υπ’ αριθμό 4/2006, Καταγγελία της εταιρείας Areeba Ltd εναντίον της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου για πιθανή παράβαση του περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου, άρθρο 6, ημερ. 18/1/2006.
[viii] Απόφαση ΕΠΑ υπ’ αριθμό 8/2002, Αυτεπάγγελτη έρευνα που αφορά πιθανή παράβαση του άρθρου 6 από μέρους της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, ημερ. 27/8/2002.
[ix] Adam Smith, An inquiry into the nature and the consequences of the wealth of nations, London: Methuen & Co., Ltd (1904), 5η έκδοση, Βιβλίο 1, Κεφάλαιο Χ, παρ. 82 και Κεφάλαιο XI, παρ. 264.

Monday 3 September 2012

Ανταγωνισμός, Πολιτική Ανταγωνισμού και Καταναλωτές (Μέρος Β)



Τα θεωρητικα οφελη του ανταγωνισμου 

Ο ανταγωνισμός είναι πρωτίστως μία διαδικασία διεκδίκησης μεταξύ διαφόρων επιχειρήσεων, η κάθε μία από τις οποίες επιδιώκει να «κερδίσει» καταναλωτές και να μεγεθύνει την πελατειακή της βάση. Η διεκδίκηση εκδηλώνεται με διάφορους τρόπους˙ μερικές επιχειρήσεις ανταγωνίζονται ως προς τις τιμές (τιμολογιακός ανταγωνισμός), μερικές άλλες εστιάζουν στη βελτίωση της ποιότητας των υφιστάμενων προϊόντων τους, ενώ κάποιες άλλες αξιοποιούν την επιχειρηματικότητα ή τις δεξιότητες τους για να αναπτύξουν καινούρια προϊόντα ή νέες αποδοτικότερες τεχνολογίες παραγωγής. 

Πιο κάτω σκιαγραφείται ο μηχανισμός μέσω του οποίου η ανταγωνιστική διαδικασία επηρεάζει τα κίνητρα των επιχειρήσεων ώστε να προκύπτουν τα προαναφερόμενα οφέλη. 

Ο ανταγωνισμός συμβάλλει στη διαμόρφωση χαμηλότερων τιμών στις αγορές 

Στην προσπάθειά τους να προσελκύσουν περισσότερους πελάτες και να αυξήσουν το μερίδιο αγοράς τους οι επιχειρήσεις προσφέρουν χαμηλότερες τιμές. Αυτό ευνοεί, αφενός, τους καταναλωτές που ήδη αγοράζουν το προϊόν, αφού θα καταβάλλουν χαμηλότερη τιμή και, αφετέρου, παρακινεί καταναλωτές, οι οποίοι προηγουμένως δεν αγόραζαν το προϊόν, λόγω της υψηλής τιμής, να συμμετάσχουν στην αγορά. 

Ο ανταγωνισμός ενθαρρύνει τις επιχειρήσεις να βελτιώσουν την ποιότητα των προϊόντων 

Η ανταγωνιστική αντιπαράθεση για προσέλκυση πελατείας και απόκτηση προβαδίσματος πιέζει τις επιχειρήσεις να προσφέρουν προϊόντα καλύτερης ποιότητας. Η ποιότητα μπορεί να λάβει διάφορες μορφές. Για παράδειγμα, προϊόντα που διαρκούν περισσότερο ή λειτουργούν καλύτερα λόγω ανώτερων προδιαγραφών και καλύτερη εξυπηρέτηση ή και τεχνική υποστήριξη μετά την πώληση. 

Ο ανταγωνισμός διευρύνει τις επιλογές για τους καταναλωτές 

Η επιδίωξη των επιχειρήσεων να διαφοροποιήσουν τα προϊόντα τους από εκείνα των ανταγωνιστών τους, πολλές φορές στοχεύοντας στρατηγικά στην «χαλάρωση» του ανταγωνισμού, συνεπάγεται τη διεύρυνση των καταναλωτικών επιλογών. Οι καταναλωτές μπορούν να επιλέγουν από ένα ευρύτερο φάσμα προϊόντων εκείνο το προϊόν που προσφέρει, κατά την αντίληψη τους, τη σωστή σχέση μεταξύ τιμής και ποιότητας. Την ίδια στιγμή ο ανταγωνισμός διασφαλίζει ότι οι επιχειρήσεις παράγουν μόνο τα προϊόντα που είναι διατεθειμένοι να αγοράσουν οι καταναλωτές, σε τιμές που είναι συμβατές με τις οικονομικές δυνατότητες των τελευταίων. 

Ο ανταγωνισμός βελτιώνει την παραγωγικότητα των επιχειρήσεων 

Ο ανταγωνισμός δημιουργεί ενδο-επιχειρησιακές πιέσεις για βελτίωση της εσωτερικής αποδοτικότητας των επιχειρήσεων και μείωση του (μοναδιαίου) κόστους παραγωγής. Η ανταγωνιστική ένταση διασφαλίζει ότι οι διοικήσεις των επιχειρήσεων υπόκεινται στον αυστηρό έλεγχο και στην πειθαρχεία της αγοράς. Το κίνητρο του κέρδους ουσιαστικά επιβάλλει στις επιχειρήσεις να επικεντρώσουν την προσοχή τους στην ικανοποίηση των αναγκών των καταναλωτών με το χαμηλότερο δυνατό κόστος αποφεύγοντας την σπατάλη πόρων σε προσοδοθηρικές δραστηριότητες. Ταυτόχρονα, ο ανταγωνισμός διασφαλίζει ότι οι επιχειρήσεις με τη μεγαλύτερη ικανότητα δημιουργίας προστιθέμενης αξίας και τη υψηλότερη παραγωγικότητα αυξάνουν το μερίδιο αγοράς τους σε βάρος των λιγότερο παραγωγικών επιχειρήσεων.[1] Εκτός από τα ενδο-επιχειρησιακά οφέλη, μακροπρόθεσμα ο ανταγωνισμός έχει δια-επιχειρησιακά αλλά και ευρύτερα οφέλη για την παραγωγικότητα ολόκληρης της οικονομίας, αφού οι επιχειρήσεις με χαμηλή παραγωγικότητα εκτοπίζονται και αντικαθίστανται από περισσότερο παραγωγικές επιχειρήσεις (μέσω μίας Δαρβίνειας εξελικτικής διαδικασίας).[2] Απαραίτητη προϋπόθεση για την πραγματοποίηση των ευεργετικών αυτών αποτελεσμάτων είναι οι επενδύσεις σε καινοτομίες. Οι τελευταίες μπορεί να αφορούν τόσο το είδος και το σχεδιασμό του προϊόντος και τις τεχνικές παραγωγής αλλά και τις προσφερόμενες υπηρεσίες (πριν και μετά την πώληση). 

Ο ανταγωνισμός εντείνει τις καινοτομικές δραστηριότητες των επιχειρήσεων 

Ο ανταγωνισμός είναι μία αδιάλειπτη διαδικασία επιχειρηματικής αναζήτησης νέων τρόπων ικανοποίησης της ζήτησης. Η ίδια η φύση της ανταγωνιστικής διαδικασίας επιβάλλει την αναζήτηση καινοτομιών που θα επιτρέψει στις επιχειρήσεις να τιθασεύσουν τον αδυσώπητο ανταγωνισμό και να αποδράσουν από την εξοντωτική ανταγωνιστική ένταση που συμπιέζει την κερδοφορία τους. Το θέλγητρο του κέρδους ενθαρρύνει τις επιχειρήσεις να είναι σε εγρήγορση ώστε να αντιδράσουν άμεσα στην κάθε ευκαιρία κέρδους που παρουσιάζεται μέσα από το σύστημα των τιμών. Παρακινεί επίσης τις επιχειρήσεις να καινοτομήσουν αναπτύσσοντας νέα και καλύτερα προϊόντα, με το ελάχιστο δυνατό κόστος, χρησιμοποιώντας εκείνο το μείγμα εισροών που θα συνεπάγεται την βέλτιστη σχέση τιμής και ποιότητας για τους καταναλωτές. 


Théodore Géricault (1791-1824). Horse Race at Epsom in 1821 

Απο τα πιο πάνω εύλογα προκύπτει ότι ο ανταγωνισμός έχει ευεργετικές επιδράσεις τόσο στην κατανομή των πόρων όσο και στην παραγωγική αποδοτικότητα των επιχειρήσεων (στατική αποτελεσματικότητα). Συνάγεται επίσης ότι ο ανταγωνισμός επενεργεί θετικά και ουσιαστικά στα κίνητρα των επιχειρήσεων για εισαγωγή νέων σύγχρονων τεχνολογικών μεθόδων παραγωγής ή/και διοίκησης, αλλά και στα κίνητρα τους για τη δημιουργία νέων προϊόντων[3] (δυναμική αποτελεσματικότητα). 

Προαπαιτούμενο για υλοποίηση των πάνω ωφελειών είναι η αποτελεσματική λειτουργία των αγορών. Για να μπορέσει το σύστημα των τιμών να ενσωματώσει και να μεταδώσει τα σωστά μηνύματα οι καταναλωτές θα πρέπει να αναζητούν και να επιλέγουν να κάνουν τις αγορές τους από εκείνες τις επιχειρήσεις που προσφέρουν τη βέλτιστη σχέση τιμής και ποιότητας. Θα πρέπει, δηλαδή, στο καθημερινό δημοψήφισμα της αγοράς να δίδουν χρηματική ψήφο εμπιστοσύνης στις επιχειρήσεις εκείνες που με τα προϊόντα τους και τη συμπεριφορά τους δείχνουν ότι αντιλαμβάνονται τις επιθυμίες των καταναλωτών και προσπαθούν να τις ικανοποιήσουν με το χαμηλότερο δυνατό κόστος και τη καλύτερη δυνατή ποιότητα, κατευθύνοντας τους πόρους εκεί όπου τους αποδίδεται πραγματικά μεγαλύτερη αξία. Διαφορετικά το σύστημα των τιμών αποτυγχάνει να μεταφέρει τα σωστά μηνύματα και να μεταδώσει ακριβείς πληροφορίες, με αποτέλεσμα να προκαλούνται στρεβλώσεις στην κατανομή των πόρων και στα κίνητρα για επενδύσεις, με κύριο ζημιωμένο τον καταναλωτή.




[1] J. Van Reenen and N. Bloom [2007], Measuring and explaining management practices across firms and countries, Quarterly journal of economics, 122 (4), σελ. 1351-1408. S. Nickell, D. Nicolitsas and Ν. Dryden [1997], What makes firms perform well?, European Economic Review, vol. 41(3-5), σελ. 783-796.
[2] Μελέτη των Scarpetta et. al. [2002] εκτιμά ότι 20-40% των διαφορών στους δείκτες συνολικής παραγωγικότητας (total factor productivity) 8 χωρών του Οργανισμού Οικονομικής Ανάπτυξης και Συνεργασίας (ΟΟΣΑ) οφείλεται στις διαφορές στην ένταση του ανταγωνισμού όπως αυτή αντικατοπτρίζεται από την ελευθερία εισόδου και εξόδου από τις αγορές. Βλέπε S. Scarpetta, P. Hemmings, T. Tressel and J. Woo, The Role of Policy and Institutions for Productivity and Firm Dynamics: Evidence from Micro and Industry Data, OECD Economics Department Working Papers No.329 [2002]. Μία πιο πρόσφατη μελέτη των Buccirossi et. al. [2011] εκτιμά ότι ο ανταγωνισμός έχει θετική επίδραση στο ρυθμό αύξησης της συνολικής παραγωγικότητας σε 22 κλάδους 12 χωρών μελών του ΟΟΣΑ. Βλέπε P. Buccirossi, L. Ciari, T. Duso, G. Spagnolo, Giancarlo, and C. Vitale, Competition policy and productivity growth:  An empirical assessment, DICE Discussion Papers 22, Heinrich‐Heine‐Universität Düsseldorf, Düsseldorf Institute for Competition Economics (DICE) [2011].
[3] R. Blundell, R. Griffith and J. Van Reenen [1999], Market Share, Market Value and Innovation in a Panel of British Manufacturing Firms, Review of Economic Studies, vol. 66, σελ. 529-554.