Friday 2 October 2015

Η συμμόρφωση των επιχειρήσεων με το δίκαιο του ανταγωνισμού

Τους τελευταίους μήνες η Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού (ΕΠΑ) έχει εκδώσει πολύ σημαντικές αποφάσεις που καλύπτουν σχεδόν ολόκληρο το φάσμα των παραβάσεων της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας (π.χ. συμπράξεις και καταχρήσεις δεσπόζουσας θέσης). Είναι αξιοσημείωτο ότι τα πρόστιμα που έχουν επιβληθεί, τα οποία προσεγγίζουν τα 30 εκ. ευρώ, υπερβαίνουν κατά πολύ τα πρόστιμα των τελευταίων 5 χρόνων.

Το μεγαλύτερο πρόστιμο, ύψους 20 εκ. ευρώ, επιβλήθηκε στην Daimler AGαναφορικά με το σύστημα επιλεκτικής διανομής των ανταλλακτικών με το εμπορικό σήμα Mercedes-Benz. Πρόστιμα ύψους σχεδόν 4 εκ. ευρώ επιβλήθηκαν στην ΑΤΗΚ για παράνομη σύμπραξη με την Forthnet Hellas στα πλαίσια της οποίας καθορίζονταν τιμές, κατανέμονταν γεωγραφικά οι αγορές και οι πηγές προμήθειας, γινόταν ανταλλαγή ευαίσθητων πληροφοριών και επιβάλλονταν ρήτρες αποκλειστικότητας και μη άσκησης ανταγωνισμού. Στην ΑΤΗΚ έχει επίσης επιβληθεί πρόστιμο και για κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης σε σχέση με την επιβολή αθέμιτων τιμών για τη χρήση των υποθαλάσσιων καλωδιακών συστημάτων της από την PrimeTel και εξυπακουόμενης άρνησης συνεργασίας με αυτήν. Πρόστιμο ύψους 2,1 εκ ευρώ επιβλήθηκε επίσης στον Παγκύπριο Οργανισμό Αγελαδοτρόφων για σύμπραξη με τους αγελαδοτρόφους μέλη του αναφορικά με ρήτρες αποκλειστικότητας και ρήτρες μη άσκησης ανταγωνισμού, περιορισμό της παραγωγής και για κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης μέσω του καθορισμού υπερβολικών τιμών.

Επισημαίνεται ότι η ΕΠΑ μπορεί να επιβάλει πρόστιμο που ανέρχεται μέχρι και το 10% του κύκλου εργασιών μίας επιχείρησης. Αυτό αναδεικνύει την αξία της συμμόρφωσης των επιχειρήσεων με τους κανόνες του ανταγωνισμού αλλά και τη σημασία της αξιοποίησης των εργαλείων που ενδεχομένως να έχουν στη διάθεσή τους, προκειμένου να τύχουν επιεικούς μεταχείρισης.

Ένα εργαλείο το οποίο αξιοποιείται όλο και περισσότερο από επιχειρήσεις που συμμετέχουν σε παράνομες συμπράξεις είναι τα προγράμματα επιείκειας. Σημειώνεται ότι πέραν του 80% των καρτέλ που έχουν αποκαλυφθεί τα τελευταία χρόνια από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή οφείλονταν σε πληροφορίες που προέκυψαν από τις ίδιες τις συμπράττουσες επιχειρήσεις οι οποίες εντάχθηκαν σε πρόγραμμα επιείκειας.

Τα προγράμματα επιείκειας αποτελούν ένα σχέδιο κινήτρων προς τις επιχειρήσεις, προκειμένου να συνεργαστούν με τις αρχές ανταγωνισμού και να συμβάλουν στην αποκάλυψη και το ξήλωμα παράνομων καρτέλ. Σε αντάλλαγμα, οι επιχειρήσεις που συνεργάζονται καταβάλλουν μειωμένο πρόστιμο ή και απαλλάσσονται πλήρως από αυτό. Το ύψος της μείωσης του προστίμου συναρτάται με τον χρόνο υποβολής αίτησης για ένταξη στο πρόγραμμα επιείκειας (πριν ή μετά την έναρξη της έρευνας από την αρχή ανταγωνισμού), την αποδεικτική αξία των στοιχείων που υποβάλλονται, και τη χρονική σειρά με την οποία οι επιχειρήσεις εντάσσονται στο πρόγραμμα επιείκειας.

Πέραν της μείωσης του προστίμου, ένα άλλο σημαντικό όφελος για τις επιχειρήσεις που εντάσσονται σε πρόγραμμα επιείκειας είναι ότι οι πληροφορίες που προσκομίζουν προκειμένου να αποκαλυφθεί ένα καρτέλ παραμένουν εμπιστευτικές. Επομένως, δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τρίτα επηρεαζόμενα μέρη προκειμένου να ζητήσουν από τα αστικά δικαστήρια αποζημιώσεις λόγω της βλάβης που έχουν υποστεί από το καρτέλ. 

Ένα πρόσθετο εργαλείο που έχουν οι επιχειρήσεις στη διάθεσή τους είναι η διαδικασία διευθέτησης διαφορών (settlement procedure). Πιο συγκεκριμένα, οι επιχειρήσεις μπορεί να προβούν σε παραδοχή της συμμετοχής τους σε ένα παράνομο καρτέλ και την ευθύνη που αυτή συνεπάγεται, δηλαδή το χρηματικό πρόστιμο. Ως αντάλλαγμα, οι εν λόγω επιχειρήσεις λαμβάνουν έκπτωση 10% στο χρηματικό πρόστιμο. Μέσω της διαδικασίας αυτής επιταχύνεται η διεκπεραίωση της υπόθεσης, η οποία συνεπάγεται κόστος για τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις (π.χ. νομική υποστήριξη, απώλεια διοικητικού χρόνου, βλάβη λόγω αρνητικής προβολής, φθορά καταναλωτικής πίστης). Λόγω του ότι στην περίπτωση διευθέτησης εκδίδεται σχετικά απλοποιημένη απόφαση, τα μέρη που έχουν υποστεί βλάβη από το καρτέλ δεν μπορούν να αντλήσουν το ίδιο αποδεικτικό υλικό με την περίπτωση έκδοσης συνηθισμένης απόφασης. Επομένως, η πιθανότητα επιτυχίας αγωγών αποζημιώσεων είναι μειωμένη. 

Ένα άλλο εργαλείο που έχουν στη διάθεση τους οι επιχειρήσεις, ανάλογα με τη φύση και τη σοβαρότητα της παράβασης, είναι η ανάληψη δεσμεύσεων ώστε να αρθούν οι όποιες αντιανταγωνιστικές ανησυχίες. Σε αυτή την περίπτωση εκδίδεται απόφαση δεσμεύσεων χωρίς να υπάρχει διαπίστωση παράβασης. 

Τα πιο πάνω εργαλεία μπορεί να αξιοποιηθούν από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις ώστε να επιτύχουν μείωση στο πρόστιμο ή και να επιταχύνουν την κοστοβόρα και χρονοβόρα διαδικασία διερεύνησης και εκδίκασης μιας υπόθεσης. Οι επιχειρήσεις θα είναι πάντως σε καλύτερη θέση εάν δεν εμπλακούν σε αντιανταγωνιστικές πρακτικές. Ένα βασικό εργαλείο για την αποφυγή παραβάσεων ή και τον εντοπισμό τους σε ένα πρώιμο στάδιο είναι τα προγράμματα συμμόρφωσης. Σε μια εποχή αυξημένων προστίμων, η επένδυση στα προγράμματα συμμόρφωσης αποτελεί τη βέλτιστη επιλογή για τις επιχειρήσεις. 




Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Ο Φιλελεύθερος της Κυριακής" στις 27/9/2015.

Friday 27 March 2015

Η μεταβιβαστική τιμολόγηση υπό το πρίσμα του δικαίου των κρατικών ενισχύσεων

Η διαδικασία κατάργησης των οικονομικών συνόρων και διαμόρφωσης της ενιαίας εσωτερικής αγοράς συνέβαλε στην επέκταση των πολυεθνικών επιχειρήσεων και τη μεγέθυνση των διασυνοριακών συναλλαγών μεταξύ συνδεδεμένων επιχειρήσεων.

Πέραν από τα οφέλη, αυτή η διεργασία παγκοσμιοποίησης των αγορών επέτρεψε σε πολυεθνικές και γενικότερα σε συνδεδεμένες επιχειρήσεις να μηχανεύονται τρόπους ελαχιστοποίησης της φορολογικής τους βάσης, εκμεταλλευόμενες την απουσία κοινής φορολογικής πολιτικής και τις ασυμμετρίες των φορολογικών συστημάτων των κρατών, ιδιαίτερα των κρατών μελών της ΕΕ. 

Ένα εργαλείο που χρησιμοποιείται με αυξανόμενη ένταση προκειμένου να επιτευχθεί η μείωση των φορολογητέων κερδών είναι η μεταβιβαστική τιμολόγηση (transfer pricing). Η μεταβιβαστική τιμολόγηση αφορά συναλλαγές που πραγματοποιούνται μεταξύ επιχειρήσεων που ανήκουν στον ίδιο όμιλο, αλλά υπόκεινται στη δικαιοδοσία διαφορετικών φορολογικών αρχών. Τέτοιες συναλλαγές μπορεί να αφορούν πωλήσεις προϊόντων (ενδιάμεσων και τελικών), υπηρεσιών, άυλων περιουσιακών στοιχείων (π.χ. δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, χρήση εμπορικών σημάτων) και ενδοομιλικό δανεισμό. 

Η κρισιμότερη ίσως παράμετρος σε σχέση με τις ενδοομιλικές συναλλαγές είναι η τιμή στην οποία πραγματοποιούνται αυτές οι συναλλαγές, γνωστή και ως τιμή μεταβίβασης (transfer price). Μέσω του καθορισμού της τιμής μεταβίβασης μπορεί να επιτευχθεί η μεταφορά φορολογητέων κερδών από μία επιχείρηση του ομίλου σε μία άλλη, λαμβάνοντας υπόψη το φορολογικό καθεστώς των κρατών στα οποία εδρεύουν οι επιχειρήσεις του ομίλου. 

Στην περίπτωση που η τιμή μεταβίβασης εδράζεται στις τιμές της αγοράς, δηλαδή τις τιμές που θα διαμορφώνονταν σε συνθήκες ανταγωνισμού μεταξύ ανεξάρτητων επιχειρήσεων, δεν προκύπτουν ζητήματα σε σχέση με το δίκαιο των κρατικών ενισχύσεων. Ωστόσο, όταν οι εν λόγω τιμές υπολογίζονται στη βάση διοικητικών αποφάσεων των φορολογικών αρχών, τότε μπορεί να προκύψουν σοβαρά ζητήματα αναφορικά με παραβάσεις των κανόνων που διέπουν τις κρατικές ενισχύσεις. Η κύρια ανησυχία είναι ότι οι τιμές μεταβίβασης που δεν αντικατοπτρίζουν τις συνθήκες της αγοράς, ενδέχεται να παρέχουν επιλεκτικά φορολογικά οφέλη σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις έναντι ανταγωνιστικών επιχειρήσεων οι οποίες έχουν διαφορετική οργανωτική δομή. 


Σημειώνεται ότι αν και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν έχει άμεση εξουσία σε σχέση με τα εθνικά συστήματα φορολόγησης, εντούτοις μπορεί να διερευνήσει κατά πόσο συγκεκριμένα φορολογικά καθεστώτα ή και ρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένων και αποφάσεων των φορολογικών αρχών των κρατών μελών ή και συμφωνιών που συνάπτουν με επιχειρήσεις, μπορεί να συνιστούν κρατική ενίσχυση βάσει του άρθρου 107 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με το εν λόγο άρθρο, οι ενισχύσεις, υπό οποιαδήποτε μορφή, που συνεπάγονται επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού, είτε αυξάνοντας τις δαπάνες είτε προκαλώντας απώλεια εσόδων, οι οποίες νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά. 

Στο βαθμό που η απόφαση μίας φορολογικής αρχής, σε σχέση με τον υπολογισμό των τιμών μεταβίβασης, χορηγεί ένα οικονομικό πλεονέκτημα, δηλαδή καταλήγει σε φόρο χαμηλότερο από ότι διαφορετικά θα καταβάλλετο από συγκεκριμένες επιχειρήσεις, τότε ενδεχομένως να εγερθούν ζητήματα σε σχέση με παράνομη κρατική ενίσχυση. Το αποδεκτό διεθνές πρότυπο αναφορικά με τον υπολογισμό των τιμών μεταβίβασης, και κατ’ επέκταση της φορολογικής βάσης συνδεδεμένων επιχειρήσεων, είναι η αρχή των ίσων αποστάσεων (arm’s length principle), η οποία καθορίζεται στο άρθρο 9 του Υποδείγματος Φορολογικής Σύμβασης του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης. Σύμφωνα με την εν λόγω αρχή, οι εμπορικές και χρηματοοικονομικές σχέσεις μεταξύ συνδεδεμένων επιχειρήσεων δε θα πρέπει να διαφέρουν από αυτές που θα ίσχυαν μεταξύ συγκρίσιμων ανεξάρτητων επιχειρήσεων υπό συνθήκες ανοικτής αγοράς. 

Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει αποφανθεί ότι όταν η μέθοδος υπολογισμού της τιμής των ενδοομιλικών συναλλαγών δεν πληροί την αρχή των ίσων αποστάσεων, η φορολογική βάση των οικείων επιχειρήσεων διαβρώνεται, σε σχέση με αυτήν που θα ίσχυε σε περίπτωση εφαρμογής της εν λόγω αρχής. Ως αποτέλεσμα, η πρακτική της μεταβιβαστικής τιμολόγησης παρέχει ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, κατά τρόπο επιλεκτικό, σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η έννοια του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος δεν περιλαμβάνει μόνο θετικά οφέλη, αλλά και μέτρα τα οποία, υπό οποιαδήποτε μορφή, ελαφρύνουν τον προϋπολογισμό μίας επιχείρησης. 

Ενόψει των πιο πάνω, οι πρόσφατες ανακοινώσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την έναρξη ενδελεχών ερευνών εναντίον της Ιρλανδίας, της Ολλανδίας και του Λουξεμβούργου, αναφορικά με τις συμφωνίες που έχουν συνάψει με μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες, π.χ. Apple, Starbucks, Fiat Finance and Trade και Amazon, σχετικές με τον υπολογισμό των τιμών μεταβίβασης, καθίστανται ιδιαίτερα σημαντικές. Πέραν του εντοπισμού ενδεχόμενων παράνομων κρατικών ενισχύσεων, οι εν λόγω έρευνες αναμένεται ότι θα συμβάλουν και στον περιορισμό της φοροαποφυγής.