Thursday 21 November 2013

Αγορές, Ανταγωνισμός και η Προστασία των Καταναλωτών στην Κύπρο

Αγορές και Ανταγωνισμός

Θεμέλιο του κοινωνικοοικονομικού μας συστήματος είναι η οικονομία της αγοράς. Η αγορά είναι ένας θεσμός στον οποίο οι εμπορικές συναλλαγές ρυθμίζονται χωρίς εξωτερική καθοδήγηση από τις απρόσωπες οικονομικές δυνάμεις, την προσφορά και τη ζήτηση. 

Ακρογωνιαίος λίθος του συστήματος της αγοράς είναι ο ανταγωνισμός, ο οποίος συνιστά, συνήθως, τον καλύτερο τρόπο κατανομής των πλουτοπαραγωγικών πόρων μίας οικονομίας.

Συγκεκριμένα, μία ανταγωνιστική αγορά μπορεί να συμβάλει στη διαμόρφωση χαμηλότερων τιμών, στη βελτίωση της ποιότητας, στη διεύρυνση των επιλογών, στην ενίσχυση της παραγωγικότητας και στην αύξηση των καινοτομικών δραστηριοτήτων. 

Ωστόσο, αναγκαία προϋπόθεση για την εξασφάλιση των ωφελειών αυτών είναι η αποτελεσματική λειτουργία του μηχανισμού της αγοράς. Σε αντίθετη περίπτωση η αγορά αποτυγχάνει να φέρει καλά αποτελέσματα για τους καταναλωτές, και ως εκ τούτου δίνεται το περιθώριο για κρατική παρέμβαση. 

Στη συνέχεια θα αναφερθώ σε περιπτώσεις όπου η αγορά μπορεί να έχει καλά αποτελέσματα για τους καταναλωτές ακόμη και όταν υπάρχουν ατέλειες στη λειτουργία της.


Η αγορά αυτοδιορθώνει τις ατέλειες της - δεν είναι απαραίτητη η παρέμβαση του κράτους

Μια ατέλεια της αγοράς είναι όταν ο καταναλωτής δεν γνωρίζει εκ των προτέρων την ποιότητα ενός προϊόντος. Παραδείγματα αυτού του τύπου προϊόντων είναι τα λογοτεχνικά βιβλία, τα αυτοκίνητα και οι καλλυντικές κρέμες.[1]

Το γεγονός ότι ο καταναλωτής δεν έχει πληροφόρηση σε σχέση με την ποιότητα ενός προϊόντος δεν σημαίνει ότι χρειάζεται απαραίτητα η κρατική παρέμβαση. Η αγορά προσφέρει συνήθως εναλλακτικούς τρόπους ενημέρωσης του καταναλωτή. Για παράδειγμα, μέσω της εμπειρίας που συσσωρεύει από τις επαναλαμβανόμενες αγορές του, ο καταναλωτής μπορεί να αποκτήσει καλή πληροφόρηση σε σχέση με ένα προϊόν. Επίσης, μπορεί να πάρει μια πρώτη εντύπωση σε σχέση με την ποιότητα ενός προϊόντος μέσω δοκιμής ή δείγματος. 

Συνεπώς, ένας καταναλωτής που «ψάχνει και ερευνά» θα μειώσει την πιθανότητα να μετανιώσει στο μέλλον για τις επιλογές του. Από την άλλη, ο καταναλωτής ο οποίος είναι απαθής, είναι πολύ πιθανό να αγοράσει ένα προϊόν το οποίο δεν θα ανταποκρίνεται στις προσδοκίες του. 

Η αγορά μπορεί να λειτουργήσει σχετικά καλά ακόμη και για τα προϊόντα των οποίων τα χαρακτηριστικά ή η ποιότητα δεν γίνονται γνωστά στον καταναλωτή ούτε μετά την κατανάλωσή ή χρήση τους. Παραδείγματα αυτού του τύπου προϊόντων είναι οι θεραπευτικές αγωγές, τα συμπληρώματα διατροφής και η επιδιόρθωση των αυτοκινήτων ή των ηλεκτρικών συσκευών.[2] 

Όταν το κόστος συγκέντρωσης πληροφοριών δεν είναι απαγορευτικό, τότε ο καταναλωτής θα μπορεί να ερευνήσει την αγορά και να εντοπίσει χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες τα προϊόντα με την καλύτερη σχέση τιμής και ποιότητας. Η ανταγωνιστική πίεση που θα δημιουργηθεί από την έρευνα της αγοράς θα υποχρεώσει τις επιχειρήσεις να προσφέρουν ποιοτικά προϊόντα σε ανταγωνιστικές τιμές.

Ακόμη όμως και όταν το κόστος αναζήτησης είναι υψηλό, η αγορά μπορεί να προσφέρει μηχανισμούς διευκόλυνσης για συγκέντρωση πληροφοριών από τους καταναλωτές. Παραδείγματα τέτοιων μηχανισμών είναι τα εμπορικά περιοδικά και οι ιστοσελίδες στο διαδίκτυο που παρέχουν αναλύσεις και συγκρίσεις ανταγωνιστικών προϊόντων. Επίσης, οι οργανισμοί πιστοποίησης της ποιότητας. 

Η αγορά μπορεί επίσης να έχει καλά αποτελέσματα για τους καταναλωτές ακόμα και όταν οι τελευταίοι δεν είναι πλήρως ορθολογικοί (π.χ. αντιμετωπίζουν προβλήματα αυτοελέγχου ή έχουν αδύνατη θέληση). Συχνά, η ίδια η αγορά προσφέρει μηχανισμούς περιορισμού της συμπεριφοράς των καταναλωτών, οι οποίοι επιτρέπουν να αμβλυνθούν ή και να ξεπεραστούν αυτά τα προβλήματα, τουλάχιστον για τους καταναλωτές που αντιλαμβάνονται ότι αντιμετωπίζουν τέτοια προβλήματα.

Για παράδειγμα, τα υψηλά επιτόκια που σχετίζονται με τη μη έγκαιρη εξόφληση της πιστωτικής κάρτας μπορεί να θεωρηθούν ως ένας μηχανισμός για πειθάρχηση των καταναλωτών οι οποίοι δεν μπορούν να ελέγξουν τη ροπή τους για αγορές με χρήση της πιστωτικής τους κάρτας.


Μια υπόθεση στα όσα έχω αναφέρει μέχρι τώρα είναι ότι η πληροφόρηση που δίνουν οι επιχειρήσεις στους καταναλωτές (π.χ. μέσω της διαφήμισης) και η προώθηση των εμπορευμάτων τους γίνεται με θεμιτό τρόπο. Ωστόσο, ακόμη και αν δεν υπήρχε οποιοσδήποτε νομικός περιορισμός αναφορικά με την παραπλανητική διαφήμιση ή την εμπορική προώθηση των προϊόντων, μια επιχείρηση που δραστηριοποιείται σε μια κατά τα άλλα ανταγωνιστική αγορά, θα απέφευγε να εμπλακεί σε τέτοιες αθέμιτες πρακτικές λόγω του ότι θα υποσκαπτόταν η φήμη της, π.χ. μέσω της αρνητικής δημοσιότητας. Επιπλέον, τέτοιοι τρόποι συμπεριφοράς είναι δυνατόν να διαβρώσουν την εμπιστοσύνη των καταναλωτών στο μηχανισμό της διαφήμισης, με αρνητικές συνέπειες τόσο για τις επιχειρήσεις όσο και για τους ίδιους τους καταναλωτές. 

Θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι ο μηχανισμός της φήμης για την αυτό-πειθάρχηση των επιχειρήσεων προϋποθέτει τη δημοσιοποίηση των περιπτώσεων εκμετάλλευσης των καταναλωτών. Σε αυτό τον τομέα, δηλαδή της δημοσιοποίησης, οι σύνδεσμοι καταναλωτών μπορούν να συνεισφέρουν πολλά.

Στη συνέχεια θα αναφερθώ σε περιπτώσεις όπου η αγορά δεν έχει καλά αποτελέσματα για τους καταναλωτές και ως εκ τούτου υπάρχει περιθώριο για διόρθωση των ατελειών και βελτίωση των επιδόσεων της μέσω της κρατικής παρέμβασης.

Η αγορά δεν αυτοδιορθώνει τις ατέλειες της – το κράτος μπορεί να παρέμβει για να προστατεύσει τους καταναλωτές

Ένας λόγος για τον οποίο οι αγορές αποτυγχάνουν να έχουν καλά αποτελέσματα για τους καταναλωτές είναι η νόθευση της ανταγωνιστικής διαδικασίας από τις επιχειρήσεις. Αυτό οφείλεται στο ότι οι επιχειρήσεις που συμμετέχουν σε μία αγορά μπορεί να αυξήσουν τα κέρδη τους μέσω του συντονισμού της συμπεριφοράς τους (π.χ. δημιουργία καρτέλ). 

Άλλοι γνωστοί λόγοι για τους οποίους οι αγορές αποτυγχάνουν να αποδώσουν ικανοποιητικά περιλαμβάνουν την κατάχρηση της οικονομικής δύναμης μέσω εκμεταλλευτικών πρακτικών (π.χ. επιβολή αθέμιτων τιμών ή αυθαιρέτων όρων συναλλαγής) ή συμπεριφοράς που οδηγεί σε αποκλεισμό των ανταγωνιστών από την αγορά (π.χ. εξοντωτική υποτιμολόγηση) καθώς επίσης και τις συγχωνεύσεις επιχειρήσεων που παρακωλύουν σε αισθητό βαθμό τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό με αρνητικές επιδράσεις στην ευημερία των καταναλωτών. 

Ένα κοινό χαρακτηριστικό των προαναφερόμενων λόγων που οδηγούν σε αποτυχία της αγοράς είναι ότι προέρχονται από την πλευρά της προσφοράς. Συνεπώς, η αντιμετώπιση τους δημιουργεί την ανάγκη ύπαρξης κάποιας μορφής ρύθμισης της συμπεριφοράς των επιχειρήσεων, ώστε το «αόρατο χέρι» που συντονίζει τις δυνάμεις της αγοράς να μην καταλήξει σε γρονθοκοπήματα εναντίον των καταναλωτών ή και σε κτυπήματα κάτω από τη μέση μεταξύ των ανταγωνιστών.

Στη συνέχεια, θα αναφερθώ στις αποτυχίες της αγοράς που προκύπτουν από την πλευρά της ζήτησης. 

Η σημαντικότερη αποτυχία της αγοράς από την πλευρά της ζήτησης οφείλεται στην ατελή πληροφόρηση που έχουν οι καταναλωτές σε σχέση με την ποιότητα και τις τιμές των προϊόντων που προσφέρει η αγορά. Πολλές φορές μάλιστα οι καταναλωτές δεν γνωρίζουν καν τις εναλλακτικές επιλογές που έχουν στη διάθεση τους, με αποτέλεσμα να οδηγούνται σε λανθασμένες ή υποβέλτιστες αποφάσεις.

 Όταν η ασυμμετρία στην πληροφόρηση είναι μεγάλη, η αγορά μπορεί να μην καταφέρει να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ καταναλωτή και επιχείρησης είτε επειδή ο καταναλωτής είναι αδύνατο να αποκτήσει τη γνώση που χρειάζεται γρήγορα είτε επειδή η συγκέντρωση και αξιολόγηση των πληροφοριών κοστίζει πάρα πολύ. Παράδειγμα αποτυχίας της αγοράς λόγω ατελούς πληροφόρησης είναι οι υπηρεσίες υγείας και τα προϊόντα των οποίων η αγορά προϋποθέτει τη σύναψη συμβολαίου (π.χ. ασφάλειες, σύνθετα χρηματοοικονομικά προϊόντα). 

Για να ξεπεραστούν τα προβλήματα που προκαλούνται από την ασυμμετρία στην πληροφόρηση και το υψηλό κόστος συγκέντρωσης πληροφοριών από τους καταναλωτές χρειάζεται κρατική παρέμβαση. Η παρέμβαση του κράτους εκδηλώνεται συνήθως με νομοθετικές, ρυθμιστικές, ενημερωτικές, ακόμη και επιχειρηματικές πρωτοβουλίες.

Για παράδειγμα το ίδιο το κράτος μπορεί να συμβάλει στη συγκέντρωση και τυποποίηση των πληροφοριών, ώστε να καθίσταται ευκολότερη η αξιολόγηση και η σύγκριση των εναλλακτικών επιλογών από τους καταναλωτές (π.χ. παρατηρητήρια τιμών).

Το κράτος μπορεί επίσης:
  • να υποχρεώσει τις επιχειρήσεις να καθιερώσουν προδιαγραφές ασφάλειας και πρότυπα ποιότητας για τα προϊόντα τους,
  • να επιβάλει ελάχιστες περιγραφές για τα προϊόντα (συμπεριλαμβανομένων και των συστατικών τους στοιχείων),
  • να ελέγχει για παραπλανητικές περιγραφές προϊόντων,
  • να πιστοποιήσει την ποιότητα μέσω ανεξάρτητων φορέων,
  • να αναλάβει την παραγωγή και διάθεση προϊόντων π.χ. υπηρεσίες υγείας,
  • να καθορίσει κριτήρια εισόδου στην αγορά ώστε να διασφαλιστεί η ποιότητα σε ορισμένες επαγγελματικές υπηρεσίες (π.χ. δικηγόροι, εκπαιδευτές οδηγών, αρχιτέκτονες, μηχανικοί, γιατροί, επενδυτικοί σύμβουλοι).
Σε αυτό το σημείο θέλω να σημειώσω ότι ακόμη και καλά πληροφορημένοι να είναι οι καταναλωτές, η αγορά μπορεί να μην λειτουργήσει αποτελεσματικά λόγω του υψηλού κόστους εναλλαγής ή μεταφοράς των οικονομικών δραστηριοτήτων του καταναλωτή από μία επιχείρηση σε μία άλλη. 

Το υψηλό κόστος εναλλαγής (switching cost) αποτελεί πηγή δύναμης για τις επιχειρήσεις. Αυτό οφείλεται στο ότι μια επιχείρηση μπορεί να αυξήσει τις τιμές της, μέχρι ενός σημείου, χωρίς να απολέσει πελατεία, λόγω του ότι το κόστος εναλλαγής είναι μεγαλύτερο από την εξοικονόμηση που θα προκύψει από την μεταφορά σε ένα ανταγωνιστικό προϊόν που προσφέρεται από μια άλλη επιχείρηση. 

Η υποχρεωτική φορητότητα του τηλεφωνικού αριθμού είναι ένα παράδειγμα παρέμβασης του κράτους, μέσω του ΓΕΡΗΕΤ, για να διευκολυνθεί η εναλλαγή στον κλάδο των τηλεπικοινωνιών.

Στη συνέχεια θα αναφερθώ σε περιπτώσεις όπου η αγορά αποτυγχάνει να λειτουργήσει αποτελεσματικά λόγω των συμπεριφορικών αδυναμιών ή προκαταλήψεων των καταναλωτών. 

Μια συμπεριφορική αδυναμία των καταναλωτών οφείλεται στο ότι υποφέρουν από διάφορες γνωστικές ανεπάρκειες οι οποίες περιορίζουν την ικανότητά τους να συγκρίνουν τις τιμές ή τα χαρακτηριστικά των ανταγωνιστικών προϊόντων. 

Ως αποτέλεσμα, στην προσπάθεια τους να δώσουν γρήγορες λύσεις σε περίπλοκα προβλήματα υιοθετούν ευριστικούς κανόνες (heuristic rules). Βασίζονται δηλαδή σε εμπειροτεχνικές μεθόδους, αντί να καθοδηγούνται από τον ορθολογισμό. Παραδείγματος χάριν, θεωρούν, εσφαλμένα, ότι η τιμή έχει πάντοτε μια θετική συσχέτιση με την ποιότητα ενός προϊόντος. 

Ένα παράδειγμα συμπεριφορικής προκατάληψης του καταναλωτή είναι η λανθασμένη αντίληψη που μπορεί να έχει σε σχέση με τις πιθανότητες ή τη συχνότητα εμφάνισης κάποιου γεγονότος. Αυτό μπορεί να οφείλεται στο ότι βασίζει τις αποφάσεις του σε προσωπικές του εμπειρίες (availability heuristic). Για παράδειγμα, αγοράζει μια περιεκτική ασφάλιση αυτοκινήτου, παρόλο που είναι εξαιρετικός οδηγός, επειδή ένα στενό συγγενικό του πρόσωπο ενεπλάκη σε θανατηφόρο αυτοκινητικό δυστύχημα. Ένα άλλο ενδεικτικό παράδειγμα είναι η μη επέκταση της εγγύησης ενός αυτοκινήτου ή μιας ηλεκτρικής συσκευής λόγω υποεκτίμησης της πιθανότητας εκδήλωσης μελλοντικής βλάβης ή και λόγω υποεκτίμησης του οφέλους που θα προκύψει από την εγγύηση σε περίπτωση βλάβης. 

Μια άλλη περίπτωση όπου η συμπεριφορά του καταναλωτή μπορεί να μην είναι ορθολογική είναι όταν κάνει αγορές οι οποίες δεν είναι συμβατές με τις προτιμήσεις του. Αυτό μπορεί να συμβαίνει λόγω του ότι δεν δίνει τη δέουσα προσοχή στα μικρά γράμματα ή στις λεπτομέρειες των συμβολαίων ή και λόγω του ότι επιδεικνύει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη από όσο θα έπρεπε στις μελλοντικές του προτιμήσεις. 

Ένα παράδειγμα είναι όταν οι καταναλωτές υπερεκτιμούν την ικανότητα τους να εξοφλήσουν εγκαίρως την πιστωτική τους κάρτα και δεν μελετούν στο βαθμό που θα έπρεπε το ύψος του επιτοκίου (ή τα μικρά γράμματα), θεωρώντας εσφαλμένα ότι δεν τους αφορούν. Οι τράπεζες εκμεταλλεύονται βέβαια αυτό το γεγονός δίνοντας διάφορα κίνητρα για χρήση της πιστωτικής κάρτας (π.χ. βαθμούς που εξαργυρώνονται με δώρα ή κληρώσεις), ενώ ταυτόχρονα επιβάλλουν υψηλό επιτόκιο για μη έγκαιρη εξόφληση του συνολικού ποσού που συμφωνείται με την τράπεζα κάθε μήνα. 

Για τη διόρθωση των προαναφερόμενων συμπεριφορικών αδυναμιών των καταναλωτών υπάρχουν περιθώρια για κρατική παρέμβαση. Για παράδειγμα, το κράτος μπορεί να ελέγξει για καταχρηστικούς όρους σε συμβόλαια. Ωστόσο, οι παρεμβάσεις του κράτους θα πρέπει να γίνονται με μεγάλη προσοχή ώστε να μην ατονήσουν τα κίνητρα των καταναλωτών για ανάπτυξη δεξιοτήτων που θα επιτρέψουν την πιο ορθολογική αξιολόγηση των εναλλακτικών επιλογών στο μέλλον. Ένας καταναλωτής ο οποίος είναι βέβαιος ότι δεν θα βρεθεί προ εκπλήξεως από τα μικρά γράμματα των συμβολαίων είναι λιγότερο πιθανό να μελετήσει ένα συμβόλαιο πριν το υπογράψει.

Ένας άλλος παράγοντας που επηρεάζει τη συμπεριφορά των καταναλωτών είναι ο τρόπος με τον οποίο διατυπώνονται οι τιμές των προϊόντων, δηλαδή το πλαίσιο παρουσίασης. 

Τυπικά παραδείγματα πλαισίου τιμολόγησης είναι:

α) η αποσπασματική τιμολόγηση (drip pricing), όταν δηλαδή ο καταναλωτής βλέπει μόνο ένα μέρος της τιμής, ενώ πρόσθετες χρεώσεις αποκαλύπτονται κατά τη διαδικασία αγοράς (πρακτική που ακολουθούν συνήθως οι αεροπορικές εταιρείες και τα ξενοδοχεία), 
β) η σύνθετη τιμολόγηση, π.χ. οι προσφορές 3 για 2,
γ) οι εκπτώσεις, π.χ. η τιμή ήταν Χ, τώρα είναι Υ, 
δ) η δολωματική τιμολόγηση (bait pricing), π.χ. η τιμή είναι Χ μέχρι να εξαντληθεί το απόθεμα και 
ε) οι προσφορές περιορισμένης χρονικής διάρκειας, π.χ. η προσφορά λήγει αύριο.

Αυτού του είδους τα σχέδια τιμολόγησης όταν είναι γνήσια συνήθως είναι προς όφελος των καταναλωτών. Δεν αποκλείεται όμως να οδηγήσουν ορισμένους απαθείς καταναλωτές είτε να διαθέσουν περισσότερα χρήματα από όσο θα έπρεπε για να αποκτήσουν ένα συγκεκριμένο προϊόν (π.χ. αποσπασματική τιμολόγηση, δολωματική τιμολόγηση), είτε να αγοράσουν μεγαλύτερες ποσότητες από αυτές που έχουν πραγματικά ανάγκη (π.χ. πληρώνεις 3, παίρνεις 2). 

Από την άλλη, όταν τα προαναφερόμενα σχέδια τιμολόγησης δεν είναι γνήσια τότε οι καταναλωτές μπορεί να παραπλανηθούν από το πλαίσιο και να τύχουν εκμετάλλευσης από τις επιχειρήσεις (π.χ. υπάρχουν άφθονα παραδείγματα από το λιανικό εμπόριο). Σε αυτή την περίπτωση υπάρχει σημαντικός ρόλος για το κράτος. Για παράδειγμα, το κράτος μπορεί να ελέγξει για παραπλανητικές διαφημίσεις ή παραπλανητική εμπορική προώθηση. Επίσης, μπορεί να επιβάλει τυποποίηση των πληροφοριών ώστε να καθίσταται ευκολότερη η σύγκριση των τιμών από τους καταναλωτές (π.χ. υποχρεωτική προβολή της τιμής ανά μονάδα). 

Πριν ολοκληρώσω την ομιλία μου θα ήθελα να αναφερθώ σε τέσσερα ζητήματα που απασχολούν έντονα τους καταναλωτές, και να τα συνδυάσω με τα όσα έχω αναφέρει μέχρι τώρα. 

Προβληματικές Αγορές – Η προστασία των Καταναλωτών

Το πρώτο ζήτημα αφορά την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Όπως είναι γνωστό, ο κύπριος καταναλωτής πληρώνει την υψηλότερη τιμή ανά κιλοβατώρα στην Ευρώπη. Αυτό οφείλεται κυρίως στην μονοπωλιακή διάρθρωση της αγοράς και στο γεγονός ότι ο καταναλωτής μη έχοντας άλλη εναλλακτική επιλογή τυγχάνει εκμετάλλευσης από την ΑΗΚ. Από τη στιγμή που οι διατιμήσεις του ηλεκτρικού ρεύματος καθορίζονται από την ΡΑΕΚ, με βάση τα στοιχεία που καταθέτει η ΑΗΚ, και υπολογίζονται με τρόπο που να εξασφαλίζεται μια λογική απόδοση στο επενδυμένο κεφάλαιο της ΑΗΚ, διερωτώμαι ποιο το κίνητρο της ΑΗΚ να μειώσει το κόστος της. Από την άλλη, δεν έχω πεισθεί ότι η ΡΑΕΚ προστατεύει πράγματι τα συμφέροντα των καταναλωτών.

Ούτε και πιστεύω ότι η ιδιωτικοποίηση της ΑΗΚ θα λύσει δια μαγείας το πρόβλημα. Εάν δεν εισέλθει στην αγορά άλλη επιχείρηση που να ανταγωνίζεται επι ίσοις όροις την ΑΗΚ δεν να βελτιωθούν οι επιδόσεις της αγοράς. Οι καταναλωτές από μόνοι τους δεν έχουν τη δύναμη να πειθαρχήσουν την ΑΗΚ. Προς το παρόν το μόνο που έχουν πετύχει είναι την αποπληρωμή των λογαριασμών τους μέσω δόσεων. 

Το δεύτερο ζήτημα αφορά τις τιμές των πετρελαιοειδών. Με την απελευθέρωση της αγοράς των πετρελαιοειδών δημιουργήθηκαν προσδοκίες στο καταναλωτικό κοινό ότι οι τιμές των καυσίμων θα μειωθούν. Ωστόσο, λόγω της ανόδου των διεθνών τιμών του αργού πετρελαίου και της μεγάλης αύξησης των φόρων οι τιμές των καυσίμων έχουν εκτοξευθεί τα τελευταία χρόνια. 

Θεωρώ ότι η συμπεριφορά των καταναλωτών μπορεί να πειθαρχήσει σε σημαντικό βαθμό την αγορά. Οι καταναλωτές θα πρέπει να ερευνούν την αγορά και να επιλέγουν τα πρατήρια με τις καλύτερες τιμές. Τα παρατηρητήρια των τιμών των καυσίμων του Υπουργείου Ενέργειας παρέχουν χρήσιμες πληροφορίες που συμβάλλουν στη μείωση του κόστους αναζήτησης από τους καταναλωτές. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης. Η πρόσβαση στις τιμές αντλίας από το κινητό τηλέφωνο θα ήταν μία πολύ θετική εξέλιξη αφού θα μείωνε ακόμη περισσότερο το κόστος αναζήτησης της καλύτερης τιμής από τους καταναλωτές. 

Θεωρώ επίσης ότι η μεθοδολογία που ακολουθεί το Υπουργείο Ενέργειας σε σχέση με την αξιολόγηση των τιμών των καυσίμων χρήζει βελτίωσης. Οι τιμές αναφοράς δεν θα πρέπει να υπολογίζονται με την ίδια μέθοδο που υπολογίζονταν πριν την ελευθεροποίηση της αγοράς. 

Ένα τρίτο ζήτημα αφορά τις τράπεζες. Η δυσλειτουργία του τραπεζικού τομέα στην Κύπρο δεν πρέπει να αποτελεί άλλοθι για την εκμετάλλευση των καταναλωτών, είτε με μονομερείς αυξήσεις των επιτοκίων είτε με αδικαιολόγητες κρυφές χρεώσεις. Με τις συμπεριφορές αυτού του τύπου δεν κερδίζεται η εμπιστοσύνη των καταναλωτών. Διερωτώμαι πως θα ανακτήσουν οι τράπεζες την αξιοπιστία και φήμη τους και να προσελκύσουν κεφάλαια από το εξωτερικό όταν οι «δικοί» τους άνθρωποι δεν τους εμπιστεύονται! 

Έχω την γνώμη ότι θα πρέπει να γίνει μια ενδελεχής έρευνα από ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες σε σχέση με τα συμβόλαια που προσφέρουν οι τράπεζες στους καταναλωτές, είτε αφορούν στεγαστικά δάνεια είτε πιστωτικές κάρτες, και να συγκριθούν με τα αντίστοιχα συμβόλαια που προσφέρονται από πιστωτικά ιδρύματα άλλων κρατών μελών της ΕΕ. Είμαι βέβαιος ότι θα προκύψουν πολύ χρήσιμες παρατηρήσεις που θα βοηθήσουν στην αποτελεσματικότερη παρέμβαση του κράτους για προστασία των καταναλωτών.

Ένα τέταρτο ζήτημα αφορά τις τιμές των φρούτων και των λαχανικών. Θεωρώ πολύ θετική την εξέλιξη με τις λαϊκής αγορές, όπου ο καταναλωτής θα έχει απέναντι του τους παραγωγούς και όχι τους μεσάζοντες. Ωστόσο, για να ωφεληθούν όσο το δυνατόν περισσότεροι καταναλωτές θα πρέπει η οργάνωση των λαϊκών αγορών να μεταφερθεί στις τοπικές αρχές, όπως γίνεται και σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Με αυτό τον τρόπο θα μειωθεί ουσιαστικά το κόστος αναζήτησης και εναλλαγής αφού οι καταναλωτές δεν θα χρειάζεται να διανύσουν τεράστιες αποστάσεις για να έχουν πρόσβαση σε καλύτερες τιμές. 


Ολοκληρώνοντας, θα ήθελα να συνοψίσω ως εξής. 

Επίλογος

Η λειτουργία της ελεύθερης αγοράς ακόμη και όταν υπάρχουν ατέλειες μπορεί να έχει γενικά καλά αποτελέσματα για τους καταναλωτές. Όταν ο μηχανισμός της αγοράς δεν λειτουργεί αποτελεσματικά τότε υπάρχει ρόλος για το κράτος. Η παρέμβαση του κράτους θα πρέπει να στοχεύει στη βελτίωση των επιδόσεων της αγοράς και στην προστασία των καταναλωτών.

Σε αυτό το σημείο θεωρώ απαραίτητο να τονίσω ότι καμία πρωτοβουλία του κράτους δεν μπορεί να είναι επιτυχής, όσο μελετημένη και στοχευμένη και να είναι, εάν οι ίδιοι οι καταναλωτές δεν συνειδητοποιήσουν ότι η πιο αποτελεσματική δύναμη για την πειθάρχηση της συμπεριφοράς των επιχειρήσεων είναι οι ενημερωμένοι και καλά οργανωμένοι καταναλωτές. 

Σημαντικό ρόλο στην προσπάθεια ενημέρωσης και προάσπισης των συμφερόντων των καταναλωτών διαδραματίζουν οι σύνδεσμοι καταναλωτών. Το κράτος θα πρέπει να επενδύσει περισσότερα σε αυτούς τους συνδέσμους ώστε να τους δώσει τη δυνατότητα να αναπτυχθούν περεταίρω και να διευρύνουν την παρουσία τους. 

Η θεσμοθέτηση του Επιτρόπου Προστασίας των Καταναλωτών, η ποιοτική αναβάθμιση της Συμβουλευτικής Επιτροπής Καταναλωτών μέσω της συμμετοχής εμπειρογνωμόνων και η ίδρυση ενός ερευνητικού κέντρου για θέματα που αφορούν τους καταναλωτές μπορούν να βοηθήσουν στον σχεδιασμό καλύτερων πολιτικών προστασίας των καταναλωτών και αποτελεσματικότερης εφαρμογής των νομοθεσιών. 



Δρ. Παναγιώτης Αγησιλάου

Διευθύνων Συνέταιρος | Trojan Economics
p.agisilaou@trojaneconomics.com 



Λευκωσία, 20-11-2013

Εκδήλωση για τα 10χρονα της Παγκύπριας Ένωσης Καταναλωτών και Ποιότητας Ζωής






[1] Γνωστά ως προϊόντα «εμπειρίας» (experience goods). 


[2] Γνωστά ως προϊόντα «εμπιστοσύνης» (credence goods).

Monday 18 November 2013

Μεταρρύθμιση στον τομέα των επαγγελματικών υπηρεσιών στην Κύπρο

Σύμφωνα με το επικαιροποιημένο μνημόνιο συναντίληψης, η Κύπρος θα πρέπει να εντείνει τις προσπάθειες (μερικής) απορρύθμισης και εκσυγχρονισμού του τομέα των επαγγελματικών υπηρεσιών, ώστε να διασφαλιστεί η συμμόρφωση με την ευρωπαϊκή εσωτερική αγορά και τους κανόνες του ανταγωνισμού.

Οι περιορισμοί που υπάρχουν στον τομέα των υπηρεσιών, και οι οποίοι αναφέρονται στο μνημόνιο συναντίληψης, διακρίνονται σε δύο βασικές κατηγορίες. Η πρώτη κατηγορία αναφέρεται στους περιορισμούς που αφορούν την άσκηση επαγγέλματος (π.χ. ελάχιστα απαιτούμενα επαγγελματικά προσόντα, εγγραφή ή συμμετοχή σε ένα επαγγελματικό φορέα) ενώ η δεύτερη κατηγορία αναφέρεται στους περιορισμούς που αφορούν τη συμπεριφορά των επαγγελματιών (π.χ. καθορισμός των τιμών και των αμοιβών, απαγόρευση της διαφήμισης).



Σε σχέση με την πρώτη κατηγορία περιορισμών, δηλαδή τους περιορισμούς που τίθενται για την άσκηση επαγγέλματος, υπάρχει σχετική ομογνωμία αναφορικά με την αναγκαιότητα ύπαρξης τους. Για παράδειγμα, οι ρυθμίσεις που αφορούν τον καθορισμό των απαραίτητων προσόντων και την επάρκεια των μελών ενός επαγγέλματος καθώς επίσης και την επαγγελματική δεοντολογία, μπορεί να είναι απαραίτητες στο ειδικό πλαίσιο ενός επαγγέλματος, ασχέτως αν αυτές οι ρυθμίσεις περιορίζουν την είσοδο νέων επαγγελματιών στην αγορά, π.χ. δικηγόροι, αρχιτέκτονες, εκπαιδευτές οδηγών.

Υπάρχουν τρείς λόγοι για τους οποίους η πλήρης ελευθεροποίηση της εισόδου στην αγορά συγκεκριμένων επαγγελματικών υπηρεσιών μπορεί να βλάψει τους χρήστες-καταναλωτές, αλλά και γενικότερα την κοινωνία. 

Ο πρώτος λόγος είναι ότι οι επαγγελματικές υπηρεσίες αποτελούν αγαθά εμπιστοσύνης (credence goods), η ποιότητα των οποίων δεν μπορεί να ελεγχθεί ή να αξιολογηθεί εύκολα εκ των προτέρων – πολλές φορές ούτε και εκ των υστέρων. Η ασυμμετρία πληροφόρησης μεταξύ των καταναλωτών και των επαγγελματιών, λόγω των τεχνικών ικανοτήτων που διαθέτουν οι επαγγελματίες, δυσχεραίνει την εκτίμηση της ποιότητας των εν λόγω υπηρεσιών από τους καταναλωτές. Ως εκ τούτου, μπορεί να τους οδηγήσει σε μη βέλτιστες επιλογές, γεγονός που καθιστά την παρέμβαση του κράτους επιβεβλημένη, ώστε να διασφαλιστεί η ποιότητα των υπηρεσιών που προσφέρονται από τους επαγγελματίες. 

Ο δεύτερος λόγος είναι ότι ορισμένες επαγγελματικές υπηρεσίες παράγουν αγαθά που έχουν το χαρακτηριστικό του δημόσιου αγαθού, δηλαδή είναι επωφελή για το κοινωνικό σύνολο, π.χ. σωστή άσκηση δικαιοσύνης. Χωρίς ρύθμιση υπάρχει ο κίνδυνος ορισμένες αγορές επαγγελματικών υπηρεσιών να μην ανταποκρίνονται στις ποσοτικές απαιτήσεις ή και τις ποιοτικές προδιαγραφές σχετικά με την προσφορά αυτών των δημοσίων αγαθών. 

Ο τρίτος λόγος είναι ότι η παροχή ορισμένων επαγγελματικών υπηρεσιών μπορεί να έχει επιπτώσεις στην ευημερία τρίτων και όχι μόνο στον χρήστη-καταναλωτή. Συνεπώς, το δημόσιο συμφέρον μπορεί να υπερβαίνει το ιδιωτικό συμφέρον κάτι το οποίο δεν λαμβάνει υπόψη της η ελεύθερη αγορά. 

Από την άλλη, υπάρχουν σοβαρές επιφυλάξεις ως προς τη σκοπιμότητα ύπαρξης των ρυθμίσεων που περιορίζουν τη συμπεριφορά των επαγγελματιών. Παραδείγματα ρυθμίσεων που περιορίζουν τη συμπεριφορά των επαγγελματιών είναι η απαγόρευση της διαφήμισης (π.χ. κτηνίατροι) και ο καθορισμός των τιμών και των αμοιβών εκτός του πλαισίου της αγοράς (αρχιτέκτονες, οδοντίατροι). 

Ένα από τα βασικά επιχειρήματα των ενδιαφερόμενων επαγγελματιών είναι ότι οι προκαθορισμένες ή συνιστώμενες τιμές παρέχουν ένα μηχανισμό για την εξασφάλιση χαμηλών τιμών. Επίσης, ότι αποτελούν εγγύηση για την υψηλή ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχουν. Ωστόσο, οι περιορισμοί συμπεριφοράς είναι δυνατόν να βλάψουν την ανάπτυξη υγιούς ανταγωνισμού μεταξύ των επαγγελματιών, και με τον τρόπο αυτό να αποδυναμώσουν τα κίνητρα των επαγγελματιών να βελτιώσουν τις επιδόσεις τους, ή να μειώσουν τις τιμές, ή να διευρύνουν τις επιχειρηματικές τους δυνατότητες μέσω καινοτομιών και μείωσης του κόστους τους. Ταυτόχρονα, είναι πολύ πιθανό να λειτουργήσουν ως σημείο εστίασης, διευκολύνοντας τη σύμπραξη μεταξύ των επαγγελματιών, με αποτέλεσμα την χαλάρωση του μεταξύ τους ανταγωνισμού. 

Η άρση των περιορισμών στη διαφήμιση των επαγγελματικών υπηρεσιών θα μπορούσε να βοηθήσει τους καταναλωτές να λάβουν πιο συνειδητές αποφάσεις έχοντας καλύτερη επίγνωση των εναλλακτικών επιλογών. Η διαφήμιση, περιλαμβανομένης και της συγκριτικής διαφήμισης, είναι ένα σημαντικό κανάλι πληροφόρησης των καταναλωτών σε σχέση με την ποιότητα και τις τιμές που προσφέρει η αγορά.

Αναμφίβολα, η παρουσία της Τρόικα στην Κύπρο δημιουργεί αρκετούς περιορισμούς ως προς τον τρόπο άσκησης της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, καθώς επίσης και στην κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής. Ωστόσο, η παρουσία της δίνει την ευκαιρία να πραγματοποιηθούν αλλαγές που θα είναι ωφέλιμες για το κοινωνικό σύνολο μακροχρόνια, αλλαγές που για διάφορους λόγους δεν κατέστη δυνατό να πραγματοποιηθούν τα προηγούμενα χρόνια. Η άρση ορισμένων περιορισμών που αφορούν τον τομέα των επαγγελματικών υπηρεσιών είναι προς την ορθή κατεύθυνση και θα συμβάλει στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. 


Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "O Φιλελεύθερος" της Κυριακής στις 17-11-2013.