Wednesday 8 May 2013

Προς ένα νέο πλαίσιο διαχείρισης των τραπεζικών κρίσεων

Τον τελευταίο καιρό γίνονται πολλές και έντονες συζητήσεις σε σχέση με τη μορφή που θα πρέπει να λαμβάνει η παρέμβαση του κράτους σε τραπεζικές κρίσεις. Η μέχρι σήμερα πρακτική είναι ότι ένα τραπεζικό ίδρυμα που θεωρείται πολύ μεγάλο δεν θα πρέπει να αφήνεται να καταρρεύσει (too big to fail). Στο παρόν άρθρο, διερευνώνται οι επιδράσεις της εν λόγω πρακτικής στα κίνητρα των τραπεζών και των καταθετών. Συγκεκριμένα, η ανάλυση εστιάζει στο πρόβλημα του ηθικού κινδύνου (moral hazard) των τραπεζών και των καταθετών, ως αποτέλεσμα της κρατικής παρέμβασης, και στον κίνδυνο της μετάδοσης της κρίσης (contagion) στο τραπεζικό σύστημα.
Το πρόβλημα του ηθικού κινδύνου δημιουργείται λόγω του εφησυχασμού των τραπεζών ότι κάποιος άλλος θα πληρώσει το κόστος των ενδεχόμενων κακών επιλογών τους (bailout). Η προσδοκία της κρατικής στήριξης σε περίπτωση αποτυχίας οδηγεί τις τράπεζες να αναλαμβάνουν μεγαλύτερο ρίσκο, ώστε να αυξήσουν τις αποδόσεις τους και τα μπόνους των διευθυντικών στελεχών. Περαιτέρω, αποδυναμώνει τα κίνητρα τους για να ελέγξουν τους κινδύνους που αναλαμβάνουν. 

Η παντελής απουσία κρατικής παρέμβασης δεν θα έλυνε το πρόβλημα του ηθικού κινδύνου. Η εγγυημένη στήριξη του κράτους, ως ύστατο καταφύγιο δανεισμού των τραπεζών στην περίπτωση που αυτές αντιμετωπίζουν προβλήματα ρευστότητας, ενισχύει τη δυνητικά εύθραυστη εμπιστοσύνη στο τραπεζικό σύστημα. Η κατάρρευση μίας τράπεζας χωρίς την παρέμβαση του κράτους είναι δυνατόν να διαβρώσει την εμπιστοσύνη, που συνιστά τον ακρογωνιαίο λίθο της τραπεζικής αγοράς, και να θέσει σε κίνδυνο ολόκληρο το τραπεζικό σύστημα, και γενικότερα την οικονομία. 

Με βάση τα πιο πάνω, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι η παρέμβαση του κράτους για στήριξη προβληματικών τραπεζικών ιδρυμάτων προκαλεί δύο αντικρουόμενα αποτελέσματα. Αφενός, επιδεινώνει το πρόβλημα του ηθικού κινδύνου και αφετέρου, προάγει την εμπιστοσύνη στις τράπεζες και περιορίζει τον κίνδυνο μετάδοσης της κρίσης στο τραπεζικό σύστημα. 

Ο κίνδυνος μετάδοσης είναι μία ιδιαιτερότητα της τραπεζικής αγοράς. Ενώ η πτώχευση μιας επιχείρησης σε οποιοδήποτε άλλο κλάδο της οικονομίας δημιουργεί ευκαιρίες για τους ανταγωνιστές της, η πτώχευση μιας τράπεζας συνιστά μια δυνητική απειλή για το σύνολο της τραπεζικής αγοράς, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για συστημικά σημαντικές τράπεζες. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι τράπεζες συνδέονται μεταξύ τους τόσο άμεσα μέσω της διατραπεζικής αγοράς, όσο και έμμεσα μέσω της πραγματικής οικονομίας. 

Η χρεωκοπία μίας συστημικής τράπεζας είναι πολύ πιθανό να αποτελέσει τη σπίθα που θα προκαλέσει μία παρατεταμένη οικονομική ύφεση, δημιουργώντας προβλήματα ακόμη και σε συνετές τράπεζες, ανεξαρτήτως της ποιότητας των δανειστικών και επενδυτικών χαρτοφυλακίων τους. Στο βαθμό μάλιστα που τα προβλήματα που συνεπάγεται η μετάδοση είναι σημαντικά, ώστε το κράτος να πρέπει να παρέμβει για να αναχαιτίσει τη διάδοση της κρίσης, οι τράπεζες ενδεχόμενα να έχουν ανεπαρκή κίνητρα να προστατευθούν από τον κίνδυνο μετάδοσης. Για παράδειγμα, δεν διατηρούν επαρκή κεφάλαια και ρευστότητα και αυξάνουν το μέγεθός τους ώστε να αυξηθεί το κόστος της μετάδοσης της κρίσης, και επομένως το κράτος να έχει ισχυρότερα κίνητρα για να παρέμβει. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή της Βασιλείας για την Εποπτεία του Τραπεζικού Συστήματος θέσπισε, μεταξύ άλλων, κανονιστικά πρότυπα που αφορούν την κεφαλαιακή επάρκεια και ρευστότητα των τραπεζών. Σύμφωνα με αυτά τα πρότυπα, οι τράπεζες θα πρέπει να διατηρούν επαρκή κεφάλαια ώστε να έχουν μεγαλύτερη αντοχή στους κραδασμούς που συνεπάγεται η μετάδοση της κρίσης. 

Πέραν όμως από τα κίνητρα των τραπεζών, η ακολουθούμενη πρακτική διάσωσης συστημικών τραπεζών επηρεάζει και τα κίνητρα των καταθετών. Λόγω της κρατικής προστασίας, οι καταθέτες δεν έχουν κίνητρα για να ασκήσουν επαρκή έλεγχο, στο βαθμό που αυτό είναι δυνατό, στις δραστηριότητες της τράπεζας τους. Ως αποτέλεσμα, επιλέγουν να συνεργαστούν με ένα συγκεκριμένο τραπεζικό ίδρυμα στηριζόμενοι στη σύγκριση των σχετικών επιτοκιακών αποδόσεων και την οικογενειακή παράδοση εμπιστοσύνης σε μια τράπεζα, αντί στην βάση της αξιολόγησης του χαρτοφυλακίου και της ποιότητας του ενεργητικού της τράπεζας (πρόβλημα δυσμενούς επιλογής). Επιπρόσθετα, οι καταθέτες γνωρίζουν ότι σε περίπτωση κατάρρευσης της τράπεζας τους το κράτος θα παρέμβει για να τη διασώσει, και επομένως οι ίδιοι δεν θα υποστούν οποιεσδήποτε ζημιές. Κατά συνέπεια, οι καταθέτες δεν έχουν ισχυρά κίνητρα να επιβάλουν πειθαρχία στις τράπεζες (π.χ. απόσυρση των καταθέσεων τους) όταν υποπτευθούν ή διαπιστώσουν ότι η τράπεζα με την οποία συνεργάζονται αναλαμβάνει δραστηριότητες που ενέχουν υπέρμετρους κινδύνους (πρόβλημα ηθικού κινδύνου). 

Οι πιο πάνω αδυναμίες στην αρχιτεκτονική της κρατικής παρέμβασης στην τραπεζική αγορά αποτέλεσαν διαχρονικά αντικείμενο συζητήσεων και έντονων ζυμώσεων σε διεθνές επίπεδο. Μετά την κρίση του 2008 στις ΗΠΑ και τη κατάρρευση της Lehman Brothers και την στήριξη του ασφαλιστικού κολοσσού AIG, οι συζητήσεις αναφορικά με τη δημιουργία ενός νέου πιο αποτελεσματικού μηχανισμού αντιμετώπισης των προβλημάτων του ηθικού κινδύνου και του κινδύνου μετάδοσης αναθερμάνθηκαν. Πιο κάτω αναφέρονται τρείς εισηγήσεις που κυριαρχούν στις πρόσφατες συζητήσεις. 

Μια εισήγηση είναι να περιοριστεί η κρατική στήριξη μόνο σε τραπεζικά ιδρύματα που δραστηριοποιούνται αποκλειστικά στην παραδοσιακή λιανική τραπεζική. Αυτό θα αποτρέψει την ανάληψη υπέρμετρων κινδύνων και θα υποκινήσει τις τράπεζες να επικεντρωθούν στις παραδοσιακές λειτουργίες παροχής υπηρεσιών που αφορούν συστήματα πληρωμών, μέσω των λογαριασμών των πελατών τους, και δημιουργίας πίστης (στο πρότυπο του Συνεργατισμού). Η εφαρμογή αυτού του μέτρου αναμένεται να περιορίσει το πρόβλημα του ηθικού κινδύνου. Στο βαθμό μάλιστα που θα προκαλέσει τη συρρίκνωση του μεγέθους των τραπεζών, αυτό το μέτρο είναι δυνατό να αμβλύνει τις αρνητικές επιπτώσεις που προκαλούνται στο τραπεζικό σύστημα, και γενικότερα στο μακροοικονομικό περιβάλλον, από τον κίνδυνο μετάδοσης. 

Μια άλλη εισήγηση είναι να θεσπιστούν αυστηρότερες απαιτήσεις σε σχέση με την ελάχιστη κεφαλαιακή επάρκεια, ώστε οι τράπεζες να είναι περισσότερο καλυμμένες σε σχέση με τους κινδύνους που αναλαμβάνουν και να έχουν μεγαλύτερη αντοχή σε κραδασμούς του συστήματος. Για να μην δημιουργούνται άλλου είδους στρεβλώσεις στο σύστημα, οι πρόσθετες απαιτήσεις θα πρέπει να σταθμίζονται ανάλογα με το μέγεθος της τράπεζας, κατά τρόπο που να αντικατοπτρίζει τη συνεισφορά της κάθε τράπεζας στον συστημικό κίνδυνο μετάδοσης της κρίσης. Το μέτρο αυτό, ωστόσο, είναι δυνατό να οδηγήσει τις τράπεζες στην αναζήτηση άλλων πηγών κέρδους, εκτός ισολογισμού. Επομένως, αν και το μέτρο αυτό μπορεί να συγκρατήσει τις αρνητικές επιπτώσεις από τη μετάδοση της κρίσης, είναι πολύ πιθανό να οξύνει το πρόβλημα του ηθικού κινδύνου. 

Μια επιπρόσθετη εισήγηση είναι το κόστος αποτυχίας μιας τράπεζας να το επωμίζεται πρωτίστως η ίδια η τράπεζα, δηλαδή οι μέτοχοι και οι ανασφάλιστοι καταθέτες (bail-in). Η υιοθέτηση αυτού του μέτρου θα περιορίσει σημαντικά το πρόβλημα του ηθικού κινδύνου, γιατί θα ενεργοποιήσει τους καταθέτες και τους μετόχους να ελέγχουν πιο σθεναρά την εκτελεστική διεύθυνση και τις αποφάσεις της τράπεζάς τους. Από την άλλη, όμως, διακινδυνεύει την σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος μέσω της πιθανότητας μετάδοσης της κρίσης. 

Οι πιο πάνω εισηγήσεις μπορεί να λειτουργήσουν συμπληρωματικά, ώστε ο συνδυασμός τους να περιορίσει δραστικά τόσο το πρόβλημα του ηθικού κινδύνου όσο και τον του κίνδυνο μετάδοσης της κρίσης. Απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχία του συνδυασμού των πιο πάνω μέτρων είναι η αποκρυστάλλωση από το κράτος ότι ο στόχος της κρατικής παρέμβασης δεν είναι η διάσωση προβληματικών τραπεζών αλλά η διευκόλυνση της ομαλής χρεοκοπίας τους – ελεγχόμενη χρεωκοπία - (π.χ. μέσω της μεταφοράς περιουσιακών στοιχείων ή υποχρεώσεων σε μία ενδιάμεση τράπεζα - τράπεζα γέφυρα - ή μέσω του διαχωρισμού «καλής» και «κακής» τράπεζας), και ότι το κράτος θα διασφαλίσει την σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος. 

Ένας συνδυασμός των πιο πάνω εισηγήσεων εφαρμόστηκε και στην περίπτωση της Κύπρου. Ο κυπριακός τραπεζικός τομέας θα πρέπει να συρρικνωθεί δραστικά τα επόμενα χρόνια, οι τράπεζες θα πρέπει να ενισχύσουν σημαντικά τα ελάχιστα κεφαλαιακά αποθέματα τους, και οι ανασφάλιστοι καταθέτες και οι μέτοχοι θα συμβάλουν στο κόστος της διάσωσης των αποτυχημένων τραπεζών. 

Το μέλλον θα δείξει κατά πόσον το πλαίσιο της «λύσης» που δόθηκε στην κυπριακή τραπεζική κρίση θα αποτελέσει το νέο πρότυπο διαχείρισης τραπεζικών κρίσεων. Πάντως, από οικονομικής άποψης φαίνεται να επιτυγχάνεται καλύτερη ευθυγράμμιση των κινήτρων των οικονομικών δρώντων (κράτους, τραπεζών και καταθετών).