Wednesday 3 July 2013

Οι προκλήσεις της Πολιτικής του Ανταγωνισμού σε περιόδους κρίσεων

Η πρόσφατη οικονομική κρίση έχει αναντίλεκτα υπονομεύσει την εμπιστοσύνη στο θεσμό της αγοράς. Κάποιοι, μάλιστα, ισχυρίζονται ότι ο αδυσώπητος ανταγωνισμός στα πλαίσια των αγορών και η επιδίωξη του ιδιωτικού κέρδους έχει συμβάλει καθοριστικά στην εκδήλωση της εν εξελίξει κρίσης στις χρηματαγορές. 

Ωστόσο, δεν υπάρχουν εμπειρικές μελέτες που να αποκρυσταλλώνουν οποιαδήποτε διασύνδεση μεταξύ της έντασης του ανταγωνισμού και της χρηματοοικονομικής κρίσης που ξεκίνησε στις ΗΠΑ το 2008 και επεκτάθηκε μετέπειτα στην Ευρώπη. Αντιθέτως, υπάρχει σχετική ομογνωμία ανάμεσα στους οικονομολόγους σε σχέση με τις ευεργετικές επιδράσεις του ανταγωνισμού σε μια οικονομία, ανεξάρτητα από τη φάση του οικονομικού κύκλου στην οποία βρίσκεται.

Όταν οι αγορές λειτουργούν χωρίς στρεβλώσεις και ο ανταγωνισμός είναι αποδοτικός οι καταναλωτές επωφελούνται από τις χαμηλότερες τιμές (και επομένως χαμηλότερο πληθωρισμό) και την καλύτερη ποιότητα προϊόντων και υπηρεσιών. Έχουν, επίσης, ένα μεγαλύτερο χαρτοφυλάκιο διαθέσιμων επιλογών. Από την άλλη, η ανταγωνιστική πίεση επιβάλλει πειθαρχία στις επιχειρήσεις με αποτέλεσμα τη συνεχή προσπάθεια από πλευράς τους για απόκτηση ανταγωνιστικού προβαδίσματος στην αγορά μέσω επενδύσεων σε  καινοτομίες. Τα οφέλη αυτά είναι ιδιαίτερα σημαντικά σε περιόδους κρίσεων, όπου το ζητούμενο είναι η οικονομική μεγέθυνση. 

Κεντρικό ρόλο στη βελτίωση των προοπτικών μεγέθυνσης μιας οικονομίας διαδραματίζει η Πολιτική του Ανταγωνισμού (με τον όρο «Πολιτική του Ανταγωνισμού» εννοούμε το σύνολο των πολιτικών και των νόμων που διασφαλίζουν ότι ο ανταγωνισμός στην αγορά δεν περιορίζεται κατά τρόπο που να συρρικνώνεται η οικονομική ευημερία). Ο συνδυασμός μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής και μίας σθεναρής Πολιτικής του Ανταγωνισμού συνιστά ίσως την καλύτερη στρατηγική για περιορισμό των αρνητικών επιδράσεων της κρίσης στην πραγματική οικονομία και προαγωγή της οικονομικής ανάκαμψης.


Στη συνέχεια αναφέρονται οι κυριότερες προκλήσεις που αναφύονται λόγω της οικονομικής κρίσης για την Πολιτική του Ανταγωνισμού, καθώς και για τις αρχές που κατά νόμο αναλαμβάνουν την προστασία του ανταγωνισμού. Οι προκλήσεις είναι τόσο θεσμικές, όσο και λειτουργικές, και κωδικοποιούνται ως εξής: α) εκσυγχρονισμός διαδικασιών, β) ιεράρχηση προτεραιοτήτων και γ) ευαισθητοποίηση (advocacy).

Εκσυγχρονισμός διαδικασιών
Σε περιόδους κρίσεων το ζητούμενο είναι η σταθεροποίηση του οικονομικού συστήματος. Προκειμένου μια αρχή ανταγωνισμού να είναι ικανή να αντιδράσει σε επείγουσες και έκτακτες καταστάσεις θα πρέπει οι διαδικασίες ελέγχου και λήψης αποφάσεων να εκσυγχρονιστούν και να βελτιστοποιηθούν. Εάν η τρέχουσα οικονομική συγκυρία αγνοηθεί, τότε ενδεχομένως να υπονομευθεί η σταθερότητα του οικονομικού συστήματος χωρίς κατ’ ανάγκην να προκύψει οποιοδήποτε πρόβλημα σε σχέση με τους κανόνες του ανταγωνισμού.

Ιεράρχηση προτεραιοτήτων
Ο καθορισμός και η ιεράρχηση προτεραιοτήτων είναι αυξανόμενα σημαντική σε περιόδους κρίσεων. Μια αρχή ανταγωνισμού θα πρέπει να διασφαλίσει ότι οι πεπερασμένοι πόροι που έχει στη διάθεση της (ανθρώπινοι και τεχνικοί) διοχετεύονται και αξιοποιούνται με τον πιο αποδοτικό τρόπο, σε παρεμβάσεις όπου το αναμενόμενο όφελος για την κοινωνία είναι σχετικά μεγάλο. Αυτό επιτυγχάνεται με την επικέντρωση των ερευνών σε κλάδους της οικονομίας που είτε άμεσα είτε έμμεσα επηρεάζουν σε σημαντικό βαθμό τον προϋπολογισμό των νοικοκυριών και την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών, π.χ. ηλεκτρική ενέργεια, τηλεπικοινωνίες, πετρελαιοειδή, γαλακτοβιομηχανία. Μια σημαντική ιδιαιτερότητα των πιο πάνω κλάδων/αγορών είναι ότι λόγω του υψηλού βαθμού οριζόντιων και κάθετων διασυνδέσεων που έχουν με άλλους κλάδους/αγορές της οικονομίας επηρεάζουν καθοριστικά την βάση κόστους των επιχειρήσεων, και κατά επέκταση την παραγωγικότητα ολόκληρης της οικονομίας.

Ευαισθητοποίηση (advocacy)
Σε ένα περιβάλλον που η εμπιστοσύνη στις αγορές έχει κλονιστεί και διάφορες οργανωμένες ομάδες συμφερόντων ασκούν έντονες πιέσεις για υιοθέτηση πολιτικών χαλάρωσης του ανταγωνισμού, ο ρόλος των αρχών ανταγωνισμού είναι αναβαθμισμένος. Μπορεί επιφανειακά να φαίνεται ότι η χαλάρωση του ανταγωνισμού είναι μια μη δαπανηρή κυβερνητική επιλογή, καθώς δεν συνεπάγεται οποιαδήποτε άμεση επιβάρυνση για τους φορολογούμενους, εντούτοις συνιστά ένα μη αποτελεσματικό μέτρο για ενίσχυση των επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσχέρειες. Αυτό οφείλεται στο ότι οι πρακτικές χαλάρωσης του ανταγωνισμού συνήθως στρεβλώνουν τα κίνητρα των επιχειρήσεων για προσαρμογή στα νέα δεδομένα, αφού οι επιδόσεις τους στηρίζονται στην κρατική ενίσχυση και όχι στη βάση των συνετών και διορατικών επιχειρηματικών αποφάσεων που λαμβάνονται στα πλαίσια της αγοράς.

Από την άλλη, το κόστος που συνεπάγεται η χαλάρωση του ανταγωνισμού μετακυλίεται εμμέσως στους καταναλωτές, είτε μέσω των αυξημένων τιμών, είτε μέσω της υποβαθμισμένης ποιότητας των προϊόντων και υπηρεσιών. Και επειδή οι καταναλωτές δεν είναι τόσο καλά οργανωμένοι και συμπαγείς όσο οι επιχειρήσεις που ασκούν πολιτική πίεση για υιοθέτηση μέτρων χαλάρωσης του ανταγωνισμού, οι αρχές ανταγωνισμού καλούνται να προσφέρουν μια εξισορροπητική δύναμη στις προσπάθειες αποψίλωσης της δυναμικής του ανταγωνισμού. Αυτό επιτυγχάνεται με την ανάδειξη και εκτίμηση των ωφελειών που προκύπτουν από τον ανταγωνισμό, μέσω εργαλείων που έχουν αναπτυχθεί για την αξιολόγηση της επίδρασης διαφόρων πολιτικών επιλογών στον ανταγωνισμό (π.χ. Οδηγός Αξιολόγησης Συνθηκών Ανταγωνισμού, τόμος 1 και 2, ΟΟΣΑ 2011) και τη διασφάλιση ότι τα ζητήματα του ανταγωνισμού λαμβάνονται υπόψη από τους φορείς διαμόρφωσης πολιτικής.



Τέλος, καθώς η κρίση εντείνει την πίεση για περιορισμό των κυβερνητικών δαπανών, οι αρχές ανταγωνισμού οφείλουν να δικαιολογήσουν τους πόρους που λαμβάνουν από τους φορολογούμενους. Θα πρέπει δηλαδή να αποδείξουν, με εμπεριστατωμένες και αμερόληπτες μελέτες, ότι η παρουσία και η παρέμβαση τους αποφέρει πραγματικά και μετρήσιμα οφέλη ώστε να αποκτήσουν την απαραίτητη κοινωνική νομιμοποίηση.


(Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "O Φιλελεύθερος" της Κυριακής στις 7-7-2013)