Friday 2 October 2015

Η συμμόρφωση των επιχειρήσεων με το δίκαιο του ανταγωνισμού

Τους τελευταίους μήνες η Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού (ΕΠΑ) έχει εκδώσει πολύ σημαντικές αποφάσεις που καλύπτουν σχεδόν ολόκληρο το φάσμα των παραβάσεων της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας (π.χ. συμπράξεις και καταχρήσεις δεσπόζουσας θέσης). Είναι αξιοσημείωτο ότι τα πρόστιμα που έχουν επιβληθεί, τα οποία προσεγγίζουν τα 30 εκ. ευρώ, υπερβαίνουν κατά πολύ τα πρόστιμα των τελευταίων 5 χρόνων.

Το μεγαλύτερο πρόστιμο, ύψους 20 εκ. ευρώ, επιβλήθηκε στην Daimler AGαναφορικά με το σύστημα επιλεκτικής διανομής των ανταλλακτικών με το εμπορικό σήμα Mercedes-Benz. Πρόστιμα ύψους σχεδόν 4 εκ. ευρώ επιβλήθηκαν στην ΑΤΗΚ για παράνομη σύμπραξη με την Forthnet Hellas στα πλαίσια της οποίας καθορίζονταν τιμές, κατανέμονταν γεωγραφικά οι αγορές και οι πηγές προμήθειας, γινόταν ανταλλαγή ευαίσθητων πληροφοριών και επιβάλλονταν ρήτρες αποκλειστικότητας και μη άσκησης ανταγωνισμού. Στην ΑΤΗΚ έχει επίσης επιβληθεί πρόστιμο και για κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης σε σχέση με την επιβολή αθέμιτων τιμών για τη χρήση των υποθαλάσσιων καλωδιακών συστημάτων της από την PrimeTel και εξυπακουόμενης άρνησης συνεργασίας με αυτήν. Πρόστιμο ύψους 2,1 εκ ευρώ επιβλήθηκε επίσης στον Παγκύπριο Οργανισμό Αγελαδοτρόφων για σύμπραξη με τους αγελαδοτρόφους μέλη του αναφορικά με ρήτρες αποκλειστικότητας και ρήτρες μη άσκησης ανταγωνισμού, περιορισμό της παραγωγής και για κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης μέσω του καθορισμού υπερβολικών τιμών.

Επισημαίνεται ότι η ΕΠΑ μπορεί να επιβάλει πρόστιμο που ανέρχεται μέχρι και το 10% του κύκλου εργασιών μίας επιχείρησης. Αυτό αναδεικνύει την αξία της συμμόρφωσης των επιχειρήσεων με τους κανόνες του ανταγωνισμού αλλά και τη σημασία της αξιοποίησης των εργαλείων που ενδεχομένως να έχουν στη διάθεσή τους, προκειμένου να τύχουν επιεικούς μεταχείρισης.

Ένα εργαλείο το οποίο αξιοποιείται όλο και περισσότερο από επιχειρήσεις που συμμετέχουν σε παράνομες συμπράξεις είναι τα προγράμματα επιείκειας. Σημειώνεται ότι πέραν του 80% των καρτέλ που έχουν αποκαλυφθεί τα τελευταία χρόνια από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή οφείλονταν σε πληροφορίες που προέκυψαν από τις ίδιες τις συμπράττουσες επιχειρήσεις οι οποίες εντάχθηκαν σε πρόγραμμα επιείκειας.

Τα προγράμματα επιείκειας αποτελούν ένα σχέδιο κινήτρων προς τις επιχειρήσεις, προκειμένου να συνεργαστούν με τις αρχές ανταγωνισμού και να συμβάλουν στην αποκάλυψη και το ξήλωμα παράνομων καρτέλ. Σε αντάλλαγμα, οι επιχειρήσεις που συνεργάζονται καταβάλλουν μειωμένο πρόστιμο ή και απαλλάσσονται πλήρως από αυτό. Το ύψος της μείωσης του προστίμου συναρτάται με τον χρόνο υποβολής αίτησης για ένταξη στο πρόγραμμα επιείκειας (πριν ή μετά την έναρξη της έρευνας από την αρχή ανταγωνισμού), την αποδεικτική αξία των στοιχείων που υποβάλλονται, και τη χρονική σειρά με την οποία οι επιχειρήσεις εντάσσονται στο πρόγραμμα επιείκειας.

Πέραν της μείωσης του προστίμου, ένα άλλο σημαντικό όφελος για τις επιχειρήσεις που εντάσσονται σε πρόγραμμα επιείκειας είναι ότι οι πληροφορίες που προσκομίζουν προκειμένου να αποκαλυφθεί ένα καρτέλ παραμένουν εμπιστευτικές. Επομένως, δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τρίτα επηρεαζόμενα μέρη προκειμένου να ζητήσουν από τα αστικά δικαστήρια αποζημιώσεις λόγω της βλάβης που έχουν υποστεί από το καρτέλ. 

Ένα πρόσθετο εργαλείο που έχουν οι επιχειρήσεις στη διάθεσή τους είναι η διαδικασία διευθέτησης διαφορών (settlement procedure). Πιο συγκεκριμένα, οι επιχειρήσεις μπορεί να προβούν σε παραδοχή της συμμετοχής τους σε ένα παράνομο καρτέλ και την ευθύνη που αυτή συνεπάγεται, δηλαδή το χρηματικό πρόστιμο. Ως αντάλλαγμα, οι εν λόγω επιχειρήσεις λαμβάνουν έκπτωση 10% στο χρηματικό πρόστιμο. Μέσω της διαδικασίας αυτής επιταχύνεται η διεκπεραίωση της υπόθεσης, η οποία συνεπάγεται κόστος για τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις (π.χ. νομική υποστήριξη, απώλεια διοικητικού χρόνου, βλάβη λόγω αρνητικής προβολής, φθορά καταναλωτικής πίστης). Λόγω του ότι στην περίπτωση διευθέτησης εκδίδεται σχετικά απλοποιημένη απόφαση, τα μέρη που έχουν υποστεί βλάβη από το καρτέλ δεν μπορούν να αντλήσουν το ίδιο αποδεικτικό υλικό με την περίπτωση έκδοσης συνηθισμένης απόφασης. Επομένως, η πιθανότητα επιτυχίας αγωγών αποζημιώσεων είναι μειωμένη. 

Ένα άλλο εργαλείο που έχουν στη διάθεση τους οι επιχειρήσεις, ανάλογα με τη φύση και τη σοβαρότητα της παράβασης, είναι η ανάληψη δεσμεύσεων ώστε να αρθούν οι όποιες αντιανταγωνιστικές ανησυχίες. Σε αυτή την περίπτωση εκδίδεται απόφαση δεσμεύσεων χωρίς να υπάρχει διαπίστωση παράβασης. 

Τα πιο πάνω εργαλεία μπορεί να αξιοποιηθούν από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις ώστε να επιτύχουν μείωση στο πρόστιμο ή και να επιταχύνουν την κοστοβόρα και χρονοβόρα διαδικασία διερεύνησης και εκδίκασης μιας υπόθεσης. Οι επιχειρήσεις θα είναι πάντως σε καλύτερη θέση εάν δεν εμπλακούν σε αντιανταγωνιστικές πρακτικές. Ένα βασικό εργαλείο για την αποφυγή παραβάσεων ή και τον εντοπισμό τους σε ένα πρώιμο στάδιο είναι τα προγράμματα συμμόρφωσης. Σε μια εποχή αυξημένων προστίμων, η επένδυση στα προγράμματα συμμόρφωσης αποτελεί τη βέλτιστη επιλογή για τις επιχειρήσεις. 




Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Ο Φιλελεύθερος της Κυριακής" στις 27/9/2015.

Friday 27 March 2015

Η μεταβιβαστική τιμολόγηση υπό το πρίσμα του δικαίου των κρατικών ενισχύσεων

Η διαδικασία κατάργησης των οικονομικών συνόρων και διαμόρφωσης της ενιαίας εσωτερικής αγοράς συνέβαλε στην επέκταση των πολυεθνικών επιχειρήσεων και τη μεγέθυνση των διασυνοριακών συναλλαγών μεταξύ συνδεδεμένων επιχειρήσεων.

Πέραν από τα οφέλη, αυτή η διεργασία παγκοσμιοποίησης των αγορών επέτρεψε σε πολυεθνικές και γενικότερα σε συνδεδεμένες επιχειρήσεις να μηχανεύονται τρόπους ελαχιστοποίησης της φορολογικής τους βάσης, εκμεταλλευόμενες την απουσία κοινής φορολογικής πολιτικής και τις ασυμμετρίες των φορολογικών συστημάτων των κρατών, ιδιαίτερα των κρατών μελών της ΕΕ. 

Ένα εργαλείο που χρησιμοποιείται με αυξανόμενη ένταση προκειμένου να επιτευχθεί η μείωση των φορολογητέων κερδών είναι η μεταβιβαστική τιμολόγηση (transfer pricing). Η μεταβιβαστική τιμολόγηση αφορά συναλλαγές που πραγματοποιούνται μεταξύ επιχειρήσεων που ανήκουν στον ίδιο όμιλο, αλλά υπόκεινται στη δικαιοδοσία διαφορετικών φορολογικών αρχών. Τέτοιες συναλλαγές μπορεί να αφορούν πωλήσεις προϊόντων (ενδιάμεσων και τελικών), υπηρεσιών, άυλων περιουσιακών στοιχείων (π.χ. δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, χρήση εμπορικών σημάτων) και ενδοομιλικό δανεισμό. 

Η κρισιμότερη ίσως παράμετρος σε σχέση με τις ενδοομιλικές συναλλαγές είναι η τιμή στην οποία πραγματοποιούνται αυτές οι συναλλαγές, γνωστή και ως τιμή μεταβίβασης (transfer price). Μέσω του καθορισμού της τιμής μεταβίβασης μπορεί να επιτευχθεί η μεταφορά φορολογητέων κερδών από μία επιχείρηση του ομίλου σε μία άλλη, λαμβάνοντας υπόψη το φορολογικό καθεστώς των κρατών στα οποία εδρεύουν οι επιχειρήσεις του ομίλου. 

Στην περίπτωση που η τιμή μεταβίβασης εδράζεται στις τιμές της αγοράς, δηλαδή τις τιμές που θα διαμορφώνονταν σε συνθήκες ανταγωνισμού μεταξύ ανεξάρτητων επιχειρήσεων, δεν προκύπτουν ζητήματα σε σχέση με το δίκαιο των κρατικών ενισχύσεων. Ωστόσο, όταν οι εν λόγω τιμές υπολογίζονται στη βάση διοικητικών αποφάσεων των φορολογικών αρχών, τότε μπορεί να προκύψουν σοβαρά ζητήματα αναφορικά με παραβάσεις των κανόνων που διέπουν τις κρατικές ενισχύσεις. Η κύρια ανησυχία είναι ότι οι τιμές μεταβίβασης που δεν αντικατοπτρίζουν τις συνθήκες της αγοράς, ενδέχεται να παρέχουν επιλεκτικά φορολογικά οφέλη σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις έναντι ανταγωνιστικών επιχειρήσεων οι οποίες έχουν διαφορετική οργανωτική δομή. 


Σημειώνεται ότι αν και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν έχει άμεση εξουσία σε σχέση με τα εθνικά συστήματα φορολόγησης, εντούτοις μπορεί να διερευνήσει κατά πόσο συγκεκριμένα φορολογικά καθεστώτα ή και ρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένων και αποφάσεων των φορολογικών αρχών των κρατών μελών ή και συμφωνιών που συνάπτουν με επιχειρήσεις, μπορεί να συνιστούν κρατική ενίσχυση βάσει του άρθρου 107 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με το εν λόγο άρθρο, οι ενισχύσεις, υπό οποιαδήποτε μορφή, που συνεπάγονται επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού, είτε αυξάνοντας τις δαπάνες είτε προκαλώντας απώλεια εσόδων, οι οποίες νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά. 

Στο βαθμό που η απόφαση μίας φορολογικής αρχής, σε σχέση με τον υπολογισμό των τιμών μεταβίβασης, χορηγεί ένα οικονομικό πλεονέκτημα, δηλαδή καταλήγει σε φόρο χαμηλότερο από ότι διαφορετικά θα καταβάλλετο από συγκεκριμένες επιχειρήσεις, τότε ενδεχομένως να εγερθούν ζητήματα σε σχέση με παράνομη κρατική ενίσχυση. Το αποδεκτό διεθνές πρότυπο αναφορικά με τον υπολογισμό των τιμών μεταβίβασης, και κατ’ επέκταση της φορολογικής βάσης συνδεδεμένων επιχειρήσεων, είναι η αρχή των ίσων αποστάσεων (arm’s length principle), η οποία καθορίζεται στο άρθρο 9 του Υποδείγματος Φορολογικής Σύμβασης του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης. Σύμφωνα με την εν λόγω αρχή, οι εμπορικές και χρηματοοικονομικές σχέσεις μεταξύ συνδεδεμένων επιχειρήσεων δε θα πρέπει να διαφέρουν από αυτές που θα ίσχυαν μεταξύ συγκρίσιμων ανεξάρτητων επιχειρήσεων υπό συνθήκες ανοικτής αγοράς. 

Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει αποφανθεί ότι όταν η μέθοδος υπολογισμού της τιμής των ενδοομιλικών συναλλαγών δεν πληροί την αρχή των ίσων αποστάσεων, η φορολογική βάση των οικείων επιχειρήσεων διαβρώνεται, σε σχέση με αυτήν που θα ίσχυε σε περίπτωση εφαρμογής της εν λόγω αρχής. Ως αποτέλεσμα, η πρακτική της μεταβιβαστικής τιμολόγησης παρέχει ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, κατά τρόπο επιλεκτικό, σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η έννοια του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος δεν περιλαμβάνει μόνο θετικά οφέλη, αλλά και μέτρα τα οποία, υπό οποιαδήποτε μορφή, ελαφρύνουν τον προϋπολογισμό μίας επιχείρησης. 

Ενόψει των πιο πάνω, οι πρόσφατες ανακοινώσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την έναρξη ενδελεχών ερευνών εναντίον της Ιρλανδίας, της Ολλανδίας και του Λουξεμβούργου, αναφορικά με τις συμφωνίες που έχουν συνάψει με μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες, π.χ. Apple, Starbucks, Fiat Finance and Trade και Amazon, σχετικές με τον υπολογισμό των τιμών μεταβίβασης, καθίστανται ιδιαίτερα σημαντικές. Πέραν του εντοπισμού ενδεχόμενων παράνομων κρατικών ενισχύσεων, οι εν λόγω έρευνες αναμένεται ότι θα συμβάλουν και στον περιορισμό της φοροαποφυγής.


Tuesday 4 November 2014

Μεταρρύθμιση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας στην Κύπρο και το μοντέλο Net Pool

Σε μία μελέτη που εκπόνησε πρόσφατα η κοινοπραξία Διεθνών Συμβούλων LDKE-Bridge, κατόπιν ανάθεσης από την Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας Κύπρου (ΡΑΕΚ), διαπιστώθηκε ότι υπάρχει «ανάγκη να αλλάξει το υφιστάμενο μοντέλο οργάνωσης της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας στην Κύπρο με τρόπο που να μπορεί να ανταποκριθεί αποτελεσματικά στη αυξανόμενη διείσδυση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας». Στη βάση των ευρημάτων της εν λόγω μελέτης, η ΡΑΕΚ εισηγήθηκε στο Υπουργείο Ενέργειας, Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού την εφαρμογή του Μοντέλου Υβριδικής Αγοράς (Νet Pool), το οποίο βασίζεται στο μοντέλο Υποχρεωτικής Κοινοπραξίας Ισχύος (Gross Pool) και το μοντέλο Διμερών Συμβολαίων (Bilateral Contracts) που συμφωνούνται μεταξύ παραγωγών και αγοραστών ενέργειας.


Σύμφωνα με το μοντέλο Υποχρεωτικής Κοινοπραξίας Ισχύος, η αγορά και πώληση ηλεκτρικής ενέργειας λαμβάνει χώρα μέσω μίας κοινοπραξίας, υπάρχει δηλαδή κεντρικός σχεδιασμός και διαχείριση της αγοράς. Συγκεκριμένα, οι παραγωγοί ενέργειας υποβάλλουν προσφορές για την ισχύ ενέργειας που είναι διατεθειμένοι να προσφέρουν στο δίκτυο σε συγκεκριμένη τιμή. Ο διαχειριστής της κοινοπραξίας αποδέχεται προσφορές μέχρι να ικανοποιηθεί η ζητούμενη ποσότητα, η οποία υπολογίζεται είτε στη βάση δικών του προβλέψεων (one-sided pool) είτε λαμβάνοντας υπόψη την ισχύ που ζητούν οι προμηθευτές και αγοραστές ενέργειας (two-sided pool). Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι, οι τιμές που λαμβάνουν οι παραγωγοί ενέργειας και οι τιμές που καλούνται να πληρώσουν οι καταναλωτές καθορίζονται από τον κεντρικό διαχειριστή της κοινοπραξίας. Ο εν λόγω διαχειριστής μπορεί να επιβάλει μια ενιαία τιμή για τους παραγωγούς σε επίπεδο που να εκκαθαρίζεται η αγορά, γνωστή και ως η Οριακή Τιμή του Συστήματος, ή να καθορίσει τις τιμές βάσει των προσφορών που υποβάλλουν οι μεμονωμένοι παραγωγοί (pay-as-bid).


Από την άλλη, στο μοντέλο Διμερών Συμβολαίων που συμφωνούνται μεταξύ παραγωγών και αγοραστών ηλεκτρικής ενέργειας, οι συναλλαγές βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στο μηχανισμό της αγοράς. Συγκεκριμένα, οι παραγωγοί έρχονται σε άμεση επαφή με τους αγοραστές ηλεκτρικής ενέργειας και συμφωνούν μεταξύ τους την ισχύ που θα εμπορευθούν, την τιμή αγοράς, καθώς επίσης και την ημερομηνία στην οποία θα πραγματοποιηθεί η συναλλαγή. Προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι εγγενείς κίνδυνοι από τη μεταβλητότητα της παραγωγής και της ζήτησης, και συνακόλουθα των τιμών, έχουν αναπτυχθεί διάφορα παράγωγα προϊόντα, π.χ. ημερήσια αγορά (spot) και προθεσμιακή αγορά (forward), που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης είτε μεταξύ των παραγωγών και των αγοραστών είτε μέσω οργανωμένων αγορών παραγώγων.

Βέβαια, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η απρόσκοπτη λειτουργία της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας με το μοντέλο Διμερών Συμβολαίων, προϋποθέτει την παρέμβαση ενός κεντρικού διαχειριστή και επόπτη, προκειμένου να αντιμετωπίζονται οι ανισορροπίες μεταξύ της προσφερόμενης και ζητούμενης ποσότητας ηλεκτρικής ενέργειας στον πραγματικό χρόνο.


Ένα εναλλακτικός τρόπος οργάνωσης της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας βασίζεται στο υβριδικό μοντέλο (εφαρμόζεται στην Αγγλία και την Ουαλία από το 2001), το οποίο συνδυάζει χαρακτηριστικά των δύο μοντέλων που αναφέρθηκαν πιο πάνω. Συγκεκριμένα, με βάση το υβριδικό μοντέλο υπάρχει η δυνατότητα σύναψης διμερών συμβολαίων μεταξύ παραγωγών και αγοραστών ενώ η Κοινοπραξία εξυπηρετεί όσους παραγωγούς και αγοραστές δεν έχουν συνάψει διμερείς συμφωνίες.

Θα πρέπει να τονιστεί ότι η ιεράρχηση και η επιλογή του κατάλληλου μοντέλου οργάνωσης της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας αποτελεί στην πράξη ένα πολυσχιδές και σύνθετο ζήτημα. Και αυτό διότι η εμπειρία έχει αποδείξει ότι δεν υπάρχει ένα μοντέλο οργάνωσης της αγοράς το οποίο να υπερτερεί πάντοτε έναντι των άλλων. Ακόμη και η εφαρμογή του ίδιο μοντέλου οργάνωσης σε αγορές ηλεκτρικής ενέργειας με διαφορετικά χαρακτηριστικά (π.χ. αριθμός επιχειρήσεων, βαθμός συγκέντρωσης, παραγωγική δυναμικότητα, ενεργειακό μείγμα, διαθεσιμότητα ενεργειακών αποθεμάτων), καταλήγει συνήθως σε ανομοιογενή αποτελέσματα. 

Λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω, αλλά και το γεγονός ότι ο τομέας της ηλεκτρικής ενέργειας διασυνδέεται, οριζοντίως και καθέτως, με σχεδόν όλους τους τομείς μίας οικονομίας, οι παρεμβάσεις στο θεσμικό πλαίσιο που ρυθμίζει τη λειτουργία και οργάνωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας θα πρέπει να γίνονται με ιδιαίτερη προσοχή. Τυχόν βελτίωση ή επιδείνωση στη λειτουργική αποδοτικότητα της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα έχει επιδράσεις (θετικές ή αρνητικές αντίστοιχα) στην ανάπτυξη και ανταγωνιστικότητα ολόκληρης της οικονομίας.

Κατά συνέπεια, η εισήγηση της ΡΑΕΚ για αλλαγή του μοντέλου οργάνωσης της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας της Κύπρου είναι εξόχως σημαντική. Σε κάθε περίπτωση και ανεξαρτήτως του μοντέλου που τελικά θα εφαρμοστεί, η αποτελεσματικότητα της προτεινόμενης μεταρρύθμισης θα κριθεί στην πράξη με κριτήριο τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και των ωφελειών που θα προκύψουν στον καταναλωτή.


Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Ο Φιλελεύθερος της Κυριακής" στις 2/11/2014

Thursday 30 October 2014

Η φόρμουλα υπολογισμού των τιμών των πετρελαιοειδών του Υπουργείου Ενέργειας, Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού

Τις τελευταίες ημέρες κυριαρχεί στη δημόσια συζήτηση, για ακόμη μια φορά, το θέμα των τιμών των πετρελαιοειδών. Η κύρια κριτική που προβάλλεται συνοψίζεται στο ότι ενώ οι τιμές του αργού πετρελαίου έχουν μειωθεί σε σημαντικό βαθμό διεθνώς, οι τιμές των πετρελαιοειδών στην Κύπρο παρουσιάζουν μια σχετική ακαμψία. Για το λόγο αυτό, το Υπουργείο Ενέργειας, Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού (ΕΕΒ&Τ) καλείται να μεσολαβήσει και να δώσει λύσεις. 

Είναι γεγονός ότι το Υπουργείο ΕΕΒ&Τ θα μπορούσε να παρέμβει, έστω και προσωρινά, και να καθορίσει τις τιμές που πωλούν οι εταιρείες πετρελαιοειδών (όχι τις τιμές αντλίας) με την έκδοση διατάγματος. Ας υποθέσουμε, για χάρη της συζήτησης, ότι αυτή είναι η μοναδική διαθέσιμη επιλογή για το Υπουργείο ΕΕΒ&Τ, σε περίπτωση που όντως κρίνει ότι η παρέμβαση του είναι επιβεβλημένη. Προκειμένου να εκδοθεί ένα τέτοιο διάταγμα καθορισμού των τιμών των πετρελαιοειδών, το Υπουργείο ΕΕΒ&Τ θα πρέπει να είναι σε θέση: (α) να αποδείξει ότι οι τιμές της αγοράς είναι αδικαιολόγητα υψηλές και (β) να καθορίσει το ύψος της «λογικής» τιμής. Το κρίσιμο ερώτημα που προκύπτει είναι με ποιο τρόπο θα αποδειχθεί ότι οι τρέχουσες τιμές είναι αδικαιολόγητα υψηλές. Και στη βάση ποιας μεθόδου θα υπολογιστεί η «λογική» τιμή που θα καθοριστεί μέσω του διατάγματος; 

Η μεθοδολογία που χρησιμοποιεί το Υπουργείο ΕΕΒ&Τ για να εκτιμήσει τις «λογικές» τιμές των πετρελαιοειδών ώστε να τις αντιπαραβάλει με τις τιμές που επικρατούν στην αγορά βασίζεται σε μία φόρμουλα, η οποία ουσιαστικά αποτελεί ένα κατάλοιπο της περιόδου όπου η αγορά των πετρελαιοειδών στην Κύπρο ήταν ρυθμισμένη. Η φόρμουλα αυτή είναι γνωστή και ως το «σύστημα PNBS» (Price Negotiations Balance Sheet). Εν συντομία, η εν λόγω φόρμουλα καταλήγει στις τιμές που θα εξασφαλίζουν στις εταιρείες πετρελαιοειδών μία απόδοση στο επενδυμένο τους κεφάλαιο (π.χ. ίση με 12%) σε μια ρυθμισμένη αγορά, βασιζόμενη σε στοιχεία του κόστους των εταιρειών πετρελαιοειδών.

Σε γενικές γραμμές, η εν λόγω φόρμουλα λειτουργούσε ικανοποιητικά ενόσω η αγορά ήταν κλειστή στον ανταγωνισμό και το Υπουργείο ΕΕΒ&Τ καθόριζε, μέσω της έκδοσης διατάγματος, τις τιμές των πετρελαιοειδών στην Κύπρο. Εντούτοις, από τη στιγμή που η αγορά πετρελαιοειδών έχει ελευθεροποιηθεί, η χρήση της εν λόγω φόρμουλας, είτε για να δικαιολογηθεί το ύψος των τιμών των πετρελαιοειδών στην αγορά είτε για να διαταχθεί ο καθορισμός των τιμών σε συγκεκριμένο επίπεδο από τον Υπουργό ΕΕΒ&Τ, καθίσταται ιδιαίτερα προβληματική. Υπάρχουν διάφορα ζητήματα που εγείρονται, ορισμένα λιγότερο και άλλα περισσότερο σοβαρά, σε σχέση με την αξιοποίηση της εν λόγω φόρμουλας και την εξαγωγή συμπερασμάτων στη βάση των αποτελεσμάτων της.

Η φόρμουλα υπολογισμού των τιμών των καυσίμων στην Κύπρο

Το πρώτο ζήτημα αφορά στην πηγή των δεδομένων που χρησιμοποιούνται προκειμένου η φόρμουλα να «τρέξει» και να δώσει τις τιμές των πετρελαιοειδών που θα διασφαλίζουν ένα εγγυημένο ποσοστό απόδοσης στο επενδυμένο κεφάλαιο των εταιρειών πετρελαιοειδών. Πιο συγκεκριμένα, με δεδομένη την απόδοση στο επενδυμένο τους κεφάλαιο, οι εταιρείες πετρελαιοειδών έχουν κίνητρο να «φουσκώσουν» τα κόστη τους, ώστε η φόρμουλα να καταλήγει σε υψηλότερες τιμές και να αποκομίζουν υψηλότερα κέρδη. Με άλλα λόγια, η εγγυημένη απόδοση χαλαρώνει τα κίνητρα των εταιρειών πετρελαιοειδών να περιορίσουν τα κόστη τους στο ελάχιστο δυνατό επίπεδο, προκαλώντας διοικητική και παραγωγική αδράνεια. 

Ένα επιπρόσθετο ζήτημα είναι ότι η φόρμουλα καταλήγει σε μια ενιαία τιμή για όλες τις εταιρείες πετρελαιοειδών, ανεξάρτητα από το πραγματικό κόστος της κάθε μίας. Ακόμη και εάν αποδειχθεί ότι οι εταιρείες πετρελαιοειδών έχουν συμμετρική δομή κόστους, αυτό δεν συνεπάγεται ότι έχουν κατ’ ανάγκην το ίδιο επίπεδο κόστους. Για παράδειγμα, το κόστος των εταιρειών πετρελαιοειδών μπορεί να διαφέρει λόγω αποκλίσεων στο μέγεθος τους ή και στην στρατηγική που ακολουθούν στην αγορά. 

Το σημαντικότερο μειονέκτημα της εν λόγω φόρμουλας είναι ότι υποθέτει ένα μη ελευθεροποιημένο καθεστώς αγοράς στο οποίο δεν υπάρχει τιμολογιακός ανταγωνισμός. Υπενθυμίζεται σχετικά ότι, η εν λόγω φόρμουλα εφαρμοζόταν μέχρι το Μάιο του 2004, όταν και ελευθεροποιήθηκε η αγορά των πετρελαιοειδών, ώστε να υπολογίζονται οι τιμές των πετρελαιοειδών με τρόπο που να εξασφαλίζεται απόδοση 12% στο επενδυμένο κεφάλαιο των εταιρειών πετρελαιοειδών. Συνεπώς, ακόμη και εάν οι εν λόγω εταιρείες πετρελαιοειδών λειτουργούν σήμερα με το ελάχιστο δυνατό κόστος, πράγμα απίθανο, η φόρμουλα του Υπουργείου ΕΕΒ&Τ υπολογίζει τις τιμές που θα δικαιολογούνταν σε ένα περιβάλλον χωρίς ανταγωνισμό ως προς τις τιμές. Αυτό καθίσταται ιδιαίτερα προβληματικό, καθώς η οποιαδήποτε σύγκριση των τιμών στις οποίες καταλήγει η φόρμουλα, η οποία αγνοεί να λάβει υπόψη την ένταση και τα οφέλη του ανταγωνισμού, με τις τιμές που επικρατούν στην αγορά είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσει, και εκ των πραγμάτων οδηγεί, σε ανούσια και επισφαλή συμπεράσματα.

Περεταίρω, θα πρέπει να επισημανθεί ότι, η συγκεκριμένη φόρμουλα εξασφαλίζει μία εγγυημένη απόδοση στο επενδυμένο κεφάλαιο των εταιρειών πετρελαιοειδών, εξουδετερώνοντας μία σημαντική παράμετρο της ανταγωνιστικής διαδικασίας που είναι η ανάληψη επιχειρηματικού κινδύνου. Ως εκ τούτου, σε ένα ελευθεροποιημένο περιβάλλον, η εφαρμογή της υπό αναφοράς φόρμουλας ουσιαστικά μεταφέρει το κόστος της ανάληψης επιχειρηματικού κινδύνου στις τιμές των πετρελαιοειδών, διασφαλίζοντας συγχρόνως ένα βέβαιο ποσοστό κέρδους στο επενδυμένο κεφάλαιο των εταιρειών πετρελαιοειδών, όπως θα ίσχυε σε ένα μη ανταγωνιστικό περιβάλλον. 

Προκύπτει επομένως από τα πιο πάνω ότι, η εγγενής αδυναμία της φόρμουλας του Υπουργείο ΕΕΒ&Τ να λάβει υπόψη της την παράμετρο του ανταγωνισμού, καθιστά την εν λόγω φόρμουλα ακατάλληλη για να αιτιολογηθεί το ύψος των τιμών στην αγορά ή και για να εκτιμηθεί η «λογική» τιμών των πετρελαιοειδών. Στην πραγματικότητα, η εν λόγω φόρμουλα μεταφέρει όλα τα οφέλη του ανταγωνισμού στις εταιρείες πετρελαιοειδών, αντί στους καταναλωτές, όπως άλλωστε ήταν ο στόχος της ελευθεροποίησης της αγοράς των πετρελαιοειδών. Εκτός και εάν η ελευθεροποίηση της εν λόγω αγοράς προχώρησε προς ικανοποίηση των ενταξιακών απαιτήσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και όχι διότι κρίθηκε ότι ο ανταγωνισμός μπορεί να επιφέρει ευεργετικά αποτελέσματα για τους καταναλωτές!. 

Συνοψίζοντας, κατά την άποψή μου, η φόρμουλα που χρησιμοποιεί το Υπουργείο ΕΕΒ&Τ δε μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ένα σημείο αναφοράς προκειμένου να αξιολογηθεί το ύψος των τιμών της αγοράς. Συνακόλουθα, μία ενδεχόμενη παρέμβαση του κράτους στηριζόμενη σε αυτή τη φόρμουλα μετά βεβαιότητας θα στρεβλώσει περαιτέρω την κατάσταση αντί να τη διορθώσει. Αυτό που απαιτείται να γίνει άμεσα είναι αλλαγή κουλτούρας. Αν και η αγορά των πετρελαιοειδών έχει ελευθεροποιηθεί εδώ και μια δεκαετία, οι περισσότεροι εξακολουθούν να σκέφτονται με όρους και κανόνες ρύθμισης της αγοράς. Αυτό πρέπει να αλλάξει!

(δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα onlycy.com)

Monday 22 September 2014

Η σχέση ανταγωνισμού και σταθερότητας στον τραπεζικό τομέα

Το τραπεζικό σύστημα αποτελεί την καρδιά της σύγχρονης οικονομίας αφού μέσω αυτού εφαρμόζεται η νομισματική πολιτική ενός κράτους (ή ένωσης κρατών) και διοχετεύεται ρευστότητα στην οικονομία. Είναι προφανές ότι ένα υγιές τραπεζικό σύστημα συνιστά απαραίτητο συστατικό για την μακροπρόθεσμη ανάπτυξη μιας οικονομίας.

Αναγκαίες συνθήκες για να είναι ένα τραπεζικό σύστημα υγιές είναι η ύπαρξη ικανοποιητικού βαθμού ανταγωνισμού και σταθερότητας. 

Ο ανταγωνισμός στον τραπεζικό τομέα είναι επιθυμητός και είναι δυνατόν, υπο προυποθέσεις, να επιφέρει τα συνήθη οφέλη από τη βελτίωση της κατανεμητικής και παραγωγικής αποτελεσματικότητας και την ενθάρρυνση των καινοτομιών. Από την άλλη, η σταθερότητα ενός τραπεζικού συστήματος είναι επίσης σημαντική παράμετρος για τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη του τραπεζικού τομέα, αλλά και της οικονομίας ευρύτερα, και αυτό είναι ένα δεδομένο που δεν πρέπει να παραβλέπεται. Βέβαια, η ένταση του ανταγωνισμού και η σταθερότητα του τραπεζικού τομέα δεν είναι μεταβλητές ανεξάρτητες μεταξύ τους. Πολλές φορές η σχέση τους είναι αρνητική. Αυτό σημαίνει ότι ανταγωνισμός περαν ενός σημείου μπορεί να δημιουργήσει συνθήκες αποσταθεροποίησης του τραπεζικού συστήματος. Επομένως, στόχος της οικονομικής πολιτικής πρέπει να είναι η διασφάλιση του βέλτιστου επιπέδου ανταγωνισμού στον τραπεζικό τομέα χωρίς να περιορίζεται η σταθερότητα του. 


Ο τραπεζικός τομέας έχει αρκετές ιδιαιτερότητες στον τρόπο λειτουργίας του οι οποίες τον διαφοροποιούν από τους υπόλοιπους τομείς της οικονομίας. Τρεις από τις ιδιαιτερότητες του τραπεζικού τομέα είναι οι εξής: 

Πρώτον, το τραπεζικό σύστημα στηρίζεται σε σημαντικό βαθμό στην εμπιστοσύνη. Η απώλεια της εμπιστοσύνης προκαλεί κρίσεις πανικού οι οποίες μπορεί να οδηγήσουν ακόμη και στην πλήρη κατάρρευση των τραπεζικών ιδρυμάτων. Ακόμη και η φήμη μιας ενδεχόμενης χρεοκοπίας μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη μαζική ανάληψη καταθέσεων μέσω του μηχανισμού των αυτοεκπληρούμενων προφητειών, έστω και εάν η τράπεζα είναι φερέγγυα. Αυτό οφείλεται στη μεγάλη ασυμβατότητα χρονικής διάρκειας μεταξύ του ενεργητικού και παθητικού των τραπεζών (μία τράπεζα δανείζεται βραχυπρόθεσμα και δανείζει μακροπρόθεσμα). Επομένως, μια κρίση εμπιστοσύνης μπορεί να μετατραπεί σε χρόνο μηδέν σε κρίση αφερεγγυότητας.

Δεύτερον, η ύπαρξη στενών διατραπεζικών δεσμών, μέσω των διεθνών συστημάτων πληρωμών και τραπεζικών αγορών, συνεπάγεται αυξημένο κίνδυνο μετάδοσης μιας κρίσης πανικού στο ευρύτερο χρηματοπιστωτικό σύστημα ενός κράτους ή και σε άλλα συνδεδεμένα τραπεζικά συστήματα διεθνώς. 

Τρίτον, οι κρίσεις του τραπεζικού τομέα επηρεάζουν αρνητικά την πραγματική οικονομία με αποτέλεσμα να οδηγούν σε συρρίκνωση της κατανάλωσης και των επενδύσεων, αύξηση της ανεργίας και μείωση της κοινωνικής ευημερίας. 

Για να μειωθεί η πιθανότητα εμφάνισης τραπεζικών κρίσεων, που ως γνωστό προκαλούν σοβαρούς χρηματοοικονομικούς περιορισμούς με πολλαπλασιαστικές αρνητικές συνέπειες στην πραγματική οικονομία, είναι αναγκαία η ρύθμιση και η κατάλληλη προληπτική εποπτεία. 

Η σωστή εποπτεία είναι κεφαλαιώδες ζήτημα και περιλαμβάνει μια σειρά ρυθμίσεων οι οποίες σκοπεύουν στην προστασία του τραπεζικού τομέα. Η απαίτηση για διατήρηση ενός ελάχιστου επιπέδου κεφαλαίων σε σχέση με τις υποχρεώσεις της τράπεζας, ώστε να αποτραπεί η υπερβολική και πολλές φορές αλόγιστη επέκταση του τραπεζικού ισολογισμού μέσω δανεισμού όπως επίσης και η απαίτηση για υιοθέτηση αποτελεσματικών συστημάτων διαχείρισης κινδύνων αποτελούν παραδείγματα τέτοιων ρυθμίσεων που εστιάζουν στη διασφάλιση της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος. Ακόμη και η παροχή κρατικών εγγυήσεων για την ασφάλεια των καταθέσεων (μέχρι ενός ύψους) και η λειτουργία της Κεντρικής Τράπεζας ως δανειστή έσχατης προσφυγής για το τραπεζικό σύστημα μπορεί να περιλαμβάνονται στα μέτρα για την προληπτική προστασία του τραπεζικού συστήματος. 

Παράλληλα, η σταθερότητα στο τραπεζικό σύστημα συνδέεται και με την ένταση του ανταγωνισμού: όταν ξεπεράσει ένα συγκεκριμένο επίπεδο, η περαιτέρω ενδυνάμωση του ανταγωνισμού μπορεί να αποσταθεροποιήσει το τραπεζικό σύστημα. Αυτό μπορεί να συμβεί για παράδειγμα λόγω της ενθάρρυνσης των τραπεζών να αναλάβουν επενδύσεις σε περιουσιακά στοιχεία που ενέχουν υπερβολικό ρίσκο, στην προσπάθεια τους να διασφαλίσουν ένα ελάχιστο μερίδιο αγοράς που θα τους επιτρέψει να επιβιώσουν σε συνθήκες αυξημένου ανταγωνισμού. Γι’ αυτό το λόγο, ορισμένες ρυθμίσεις που περιορίζουν τον ανταγωνισμό προς όφελος της σταθερότητας μπορεί να είναι επιθυμητές και αποδεκτές.

Η μεγάλη πρόκληση επομένως είναι να διασφαλιστεί το βέλτιστο επίπεδο ανταγωνισμού, που θα ελαχιστοποιεί τις στρεβλώσεις που δημιουργεί το ρυθμιστικό πλαίσιο στα κίνητρα των τραπεζών για ανάληψη υπέρμετρου επενδυτικού ρίσκου και θα εξασφαλίζει τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος. Η πρόσφατη οικονομική κρίση θα πρέπει να αποτελέσει το έναυσμα για τον επανασχεδιασμό της πολιτικής του ανταγωνισμού στον τραπεζικό τομέα και όχι αφορμή για την αναστολή της εφαρμογής των κανόνων του ανταγωνισμού, η οποία αναπόδραστα θα καταλήξει σε ανεπιθύμητες και δύσκολα αναστρέψιμες καταστάσεις μακροπρόθεσμα.



Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Ο Φιλελεύθερος της Κυριακής" στις 21/9/2014

Tuesday 3 June 2014

Τα οφέλη και οι προκλήσεις του ΓεΣΥ

Οι συζητήσεις αναφορικά με την αναγκαιότητα εφαρμογής ενός γενικού συστήματος υγείας (ΓεΣΥ) στην Κύπρο ξεκίνησαν από το 1993, ωστόσο, για μια σειρά από λόγους, δύο δεκαετίες μετά η Κύπρος παραμένει το μόνο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης χωρίς γενικό σύστημα υγείας, δεδομένο αρνητικό για τη χώρα και τους πολίτες της.


Η δημιουργία ενός γενικού συστήματος υγείας είναι δύσκολο και απαιτητικό εγχείρημα. Αυτό οφείλεται κυρίως στις ιδιαιτερότητες των υπηρεσιών υγείας (ασυμμετρία στην πληροφόρηση και εξωτερικότητες), στο σημαντικό μέγεθος του τομέα (περίπου το 8% του ΑΕΠ), στο μεγάλο αριθμό εμπλεκομένων με αντικρουόμενα συνήθως συμφέροντα (κράτος, εργοδότες, εργαζόμενοι, ιατροί, ασφαλιστικές εταιρείες) και στο υψηλό κόστος μετάβασης (οικονομικό και πολιτικό).

Καθοριστικό παράγοντα για την επιτάχυνση των διαδικασιών για την εφαρμογή του ΓεΣΥ διαδραμάτισε η αρνητική οικονομική συγκυρία, η οποία ανέδειξε τις παθογένειες του υφιστάμενου συστήματος υγείας, μεταξύ άλλων, οργανωτικές, ρυθμιστικές μηχανογραφικές, χρηματοδοτικές, ελεγκτικές και εποπτικές. 
Σύμφωνα με τους σχεδιασμούς το ΓεΣΥ θα λειτουργήσει αρχικά ως ένα κλειστό ασφαλιστικό σύστημα με έναν κρατικό ασφαλιστικό οργανισμό, τον Οργανισμό Ασφάλισης Υγείας (ΟΑΥ), ο οποίος θα είναι ο στρατηγικός αγοραστής υπηρεσιών από όλους τους παροχείς υπηρεσιών υγείας του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα επί ίσοις όροις. Στο ασφαλιστικό ταμείο του ΟΑΥ θα συνεισφέρουν όλοι οι κοινωνικοί εταίροι: το κράτος, οι εργοδότες και οι εργαζόμενοι. 

Η δημιουργία ανταγωνισμού μεταξύ των νοσηλευτηρίων του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, αναμένεται ότι θα συμβάλει στον περιορισμό του κόστους και στη βελτίωση της ποιότητας των υπηρεσιών υγείας. Εντούτοις, για να λειτουργήσει ο ανταγωνισμός προς όφελος των ασθενών θα πρέπει να γίνουν σημαντικές μεταρρυθμίσεις (οργανωτικές και λειτουργικές) στον τρόπο λειτουργίας των κρατικών νοσηλευτηρίων, ώστε να είναι σε θέση να ανταγωνίζονται τα ιδιωτικά νοσηλευτήρια επί ίσοις όροις και σε 24ωρη βάση. 

Μια σημαντική τομή που προνοεί το ΓεΣΥ είναι η ργάνωση της πρωτοβάθμιας ιατρικής φροντίδας μέσω της δημιουργίας του θεσμού του οικογενειακού ιατρού και παιδίατρου. Η εν λόγω ρύθμιση αναμένεται ότι θα βοηθήσει στην αποσυμφόρηση των δημοσίων νοσηλευτηρίων μέσω του περιορισμού του φαινομένου της αντίστροφης υποκατάστασης της πρωτοβάθμιας με νοσοκομειακή φροντίδα υγείας. Επιπρόσθετα, εκτιμάται ότι θα περιορίσει την εκμετάλλευση και κατάχρηση του συστήματος υγείας, τόσο από τους παροχείς όσο και από τους ασθενείς. Και αυτό διότι οι παροχείς πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας δε θα αμείβονται με τον αριθμό των επισκέψεων αλλά με κατά κεφαλήν αποζημίωση, ενώ ο ασθενής δε θα μπορεί να κάνει χρήση της δευτεροβάθμιας και/ή τριτοβάθμιας φροντίδας υγείας χωρίς παραπεμπτικό από τον οικογενειακό ιατρό.

Επιπρόσθετα, η ελευθερία επιλογής από τους ασθενείς του οικογενειακού ιατρού, των ειδικών ιατρών, των νοσηλευτηρίων και φαρμακείων εκτιμάται ότι θα εντείνει τον ανταγωνισμό για προσέλκυση ασθενών, στη βάση της ποιότητας των υπηρεσιών που τους παρέχονται. Για παράδειγμα, ένας ιατρός γενικής ιατρικής που θα δημιουργήσει τη φήμη ότι παρέχει ποιοτικές υπηρεσίες θα προσελκύσει περισσότερους ασθενείς, και επομένως θα έχει υψηλότερα εισοδήματα. Ωστόσο, αναγκαία προϋπόθεση για τη δημιουργία συνθηκών αποτελεσματικού ανταγωνισμού στις υπηρεσίες πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας είναι η ύπαρξη ενός ικανοποιητικού αριθμού ιατρών γενικής ιατρικής σε όλες τις γεωγραφικές περιοχές της Κύπρου. 

Όπως υπαινίχθηκε πιο πάνω, το γενικό σύστημα υγείας δημιουργεί, με ελεγχόμενο τρόπο, ανταγωνισμό μεταξύ των παροχέων υπηρεσιών υγείας, καθώς τα εισοδήματα των τελευταίων προσδιορίζονται αποκλειστικά από τις επιλογές των ασθενών. Ο υπό αναφορά ανταγωνισμός δεν θα εκδηλωθεί δια μέσου των τιμών αλλά μέσω της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, καθώς στον τομέα της υγείας το πλέον σημαντικό είναι η αναβάθμιση της ποιότητας των υπηρεσιών. 

Από την άλλη, ο τιμολογιακός ανταγωνισμός θα μπορούσε να αναπτυχθεί μεταξύ εναλλακτικών παροχέων ασφάλισης υγείας. Σε πρώτο στάδιο, ωστόσο, η συμμετοχή ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών στην παροχή των εν λόγω υπηρεσιών έχει αποκλειστεί. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι ένα πολυασφαλιστικό σύστημα ασφάλισης υγείας είναι πάντοτε πιο αποδοτικό. Για να καταλήξει κανείς σε ασφαλή συμπεράσματα απαιτείται στάθμιση της απώλειας διαπραγματευτικής δύναμης των ασφαλιστικών ταμείων έναντι των παροχέων υπηρεσιών υγείας και του πλεονεκτήματος του τιμολογιακού ανταγωνισμού μεταξύ των ασφαλιστικών ταμείων για προσέλκυση ασφαλιζομένων. 

Είναι γεγονός ότι οι αρχικοί σχεδιασμοί του γενικού συστήματος υγείας δημιουργούν ένα παίγνιο μηδενικού αθροίσματος, με την έννοια ότι γίνεται μεταφορά πόρων από τους φορολογούμενους στον ΟΑΥ και από τον ΟΑΥ στους παροχείς υπηρεσιών υγείας. Η μετεξέλιξη του γενικού συστήματος υγείας σε ένα παίγνιο θετικού αθροίσματος, στο οποίο η ανταγωνιστική πίεση θα δημιουργεί καθαρή πρόσθετη αξία προς όφελος των πολιτών, είναι ίσως η μεγαλύτερη πρόκληση για το μέλλον.


Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Ο Φιλελεύθερος της Κυριακής" στις 1/6/2014

Monday 10 February 2014

Εξελίξεις στον Ενεργειακό Τομέα της Κύπρου

Η σταδιακή ελευθεροποίηση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας δημιούργησε προσδοκίες για ανάπτυξη ανταγωνισμού στους τομείς της παραγωγής και της προμήθειας ενέργειας, δηλαδή τους τομείς της αγοράς που δεν αποτελούν φυσικό μονοπώλιο. Ωστόσο, παρά το έντονο επενδυτικό ενδιαφέρον, τα υψηλά φυσικά και τεχνητά εμπόδια εισόδου στην αγορά καθυστέρησαν τη δραστηριοποίηση νέων επιχειρήσεων.

Το μεγαλύτερο, ίσως, «φυσικό» εμπόδιο εισόδου αποτέλεσε το ύψος των κεφαλαιουχικών επενδύσεων που απαιτούνται για εμπορική δραστηριοποίηση στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Πέραν από το ύψος των επενδύσεων, ο χρονικός ορίζοντας απόδοσης και η μη-ανακτησιμότητα των επενδυμένων κεφαλαίων επίσης αποτέλεσε εμπόδιο για την είσοδο νέων επιχειρήσεων στην αγορά. Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας που αποθάρρυνε την είσοδο στην αγορά είναι η απουσία ενεργειακής διασύνδεσης της Κύπρου με άλλα γειτονικά κράτη, γεγονός που περιορίζει τις εμπορικές συναλλαγές ηλεκτρικής ενέργειας (στην πρωτογενή και δευτερογενή αγορά) και εμποδίζει την ενεργοποίηση του ανταγωνισμού.


Ο βραδύς ρυθμός των τεχνολογικών εξελίξεων στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας είναι ένας επιπρόσθετος παράγοντας που συνέβαλε στην αναστολή των επενδυτικών πρωτοβουλιών. Σε αντίθεση με τον τομέα των τηλεπικοινωνιών, όπου οι ραγδαίες εξελίξεις στην τεχνολογία δημιούργησαν νέες προσοδοφόρες ευκαιρίες για επενδύσεις, ο τομέας της ηλεκτρικής ενέργειας δεν παρουσιάζει ανάλογα σημαντικά τεχνολογικά επιτεύγματα.

Πέραν των φυσικών εμποδίων, υπάρχουν και διάφορα τεχνητά εμπόδια, που δημιουργούνται από τον ανεπαρκή εκσυγχρονισμό του θεσμικού πλαισίου που διέπει τη λειτουργία της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Για παράδειγμα, η κάθετη διάρθρωση της ΑΗΚ, η οποία απολαμβάνει μέχρι σήμερα δεσπόζουσα θέση τόσο στην παραγωγή όσο και στην προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας, αποτελεί ένα σημαντικό ανασταλτικό παράγοντα για την ανάπτυξη του κλάδου. Εμπόδιο αποτελεί επίσης το γεγονός ότι η ΑΗΚ έχει στην ιδιοκτησία της το δίκτυο μεταφοράς, αλλά και τη διαχείριση του δικτύου διανομής ηλεκτρικής ενέργειας.

Παρ’ όλα αυτά, ο δυναμισμός της επενδυτικής δραστηριότητας στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας εκτιμάται ότι θα ενταθεί τα επόμενα χρόνια. Ήδη αναμένεται η αδειοδότηση από την Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας Κύπρου (ΡΑΕΚ) νέων μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από μεγάλα φωτοβολταϊκά και αιολικά πάρκα. Παράλληλα, βρίσκονται σε εξέλιξη πολύ σημαντικά έργα υποδομής, ενώ σε προχωρημένο στάδιο έχουν εισέλθει και οι σχεδιασμοί για την προμήθεια φυσικού αερίου.

Είναι πλέον σαφές ότι θα υπάρξει μια κοσμογονία αλλαγών στον τομέα της ενέργειας, οι οποίες αναμφίβολα θα μεταβάλουν τον ενεργειακό χάρτη της Κύπρου. Κατά τη γνώμη μου, σημαντικές είναι και οι αλλαγές που απαιτούνται να γίνουν στο θεσμικό πλαίσιο και στους κανόνες λειτουργίας της αγοράς ενέργειας.


Θα πρέπει να παρατηρηθεί ότι, τα τελευταία χρόνια έγιναν κάποια βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση και υπήρξαν στοχευμένες μεταρρυθμίσεις του θεσμικού πλαισίου. Για παράδειγμα, θεσπίστηκαν τα κατώτατα υποχρεωτικά όρια διείσδυσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στο ενεργειακό ισοζύγιο. Σχεδιάστηκαν, επίσης, χρηματοδοτικά προγράμματα, τα οποία δίνουν κίνητρα για να γίνουν ιδιωτικές επενδύσεις στον τομέα της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Πρόοδος σημειώνεται και σε σχέση με τη διασύνδεση των δικτύων μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας μεταξύ της Κύπρου, του Ισραήλ και της Ελλάδας, ενώ προχωρούν επίσης και τα πιλοτικά προγράμματα εγκατάστασης έξυπνων μετρητών καταγραφής της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας.

Βέβαια, οι μεμονωμένες παρεμβάσεις στο θεσμικό πλαίσιο και οι αποσπασματικές ενέργειες έχουν περιορισμένη αποτελεσματικότητα. Γι’ αυτό, πιστεύω ότι η στόχευση των φορέων λήψης αποφάσεων θα πρέπει να είναι ο συνολικός εκσυγχρονισμός του θεσμικού πλαισίου του τομέα της ενέργειας. Υπό αυτό το πρίσμα, η έναρξη της δημόσιας διαβούλευσης από την Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας Κύπρου τις επόμενες εβδομάδες αναφορικά με το νέο μοντέλο της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον. 

Πέραν από τις θεσμικές αλλαγές, στην εξίσωση των σχεδιασμών της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας θα πρέπει να προστεθούν και άλλες μεταβλητές, όπως η επιβεβαίωση της ύπαρξης υδρογονανθράκων στην ΑΟΖ της Κύπρου και η αναβάθμιση του ρόλου της Κύπρου στην γεωπολιτική σκακιέρα. Αυτά τα ζητήματα θα μπορούσαν να συζητηθούν και να αξιολογηθούν στα πλαίσια της διαμόρφωσης μίας ολοκληρωμένης εθνικής ενεργειακής στρατηγικής από το Συμβούλιο Εθνικής Ενέργειας και Στρατηγικής, η σύσταση του οποίου αποτελεί προεκλογική δέσμευση του Προέδρου της Δημοκρατίας.


Συνοψίζοντας, οι προκλήσεις που θα αντιμετωπίσει η Κύπρος στο μέλλον αναφορικά με τον τομέα της ενέργειας είναι τόσο θεσμικές όσο και γεωπολιτικές. Κατά την άποψη μου, το στοίχημα που θα πρέπει να κερδηθεί είναι να ευθυγραμμιστεί, το συντομότερο δυνατόν, ο ενεργειακός τομέας με τους ανταγωνιστικούς τομείς της οικονομίας. Αυτό θα είναι προς όφελος ολόκληρης της κοινωνίας.


Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Ο Φιλελεύθερος της Κυριακής" στις 9/2/2014