Monday 9 December 2013

Ο ρόλος των θεσμών στην ευημερία ενός κράτους

Στο πρόσφατο βιβλίο τους, με τίτλο «Γιατί τα Κράτη Αποτυγχάνουν», ο καθηγητής οικονομικών του MIT Νταρόν Ατζέμογλου και ο πολιτικός επιστήμονας του Harvard Τζέιμς Ρόμπινσον, αναδεικνύουν τον κεντρικό ρόλο που διαδραματίζουν οι θεσμοί για την ευημερία ενός κράτους.

Σε αντίθεση με τις προϋπάρχουσες προσεγγίσεις, που προβάλλουν τη γεωγραφική θέση, το απόθεμα κεφαλαίου και το σύστημα αξιών, ως τους σημαντικότερους παράγοντες για την ανάπτυξη και ευημερία ενός κράτους, οι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι τα αίτια της επιτυχίας ή αποτυχίας ενός κράτους εντοπίζονται στη φύση και την ποιότητα των θεσμών. Προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα, ισχυρίζονται ότι οι θεσμοί δεν συνιστούν περιορισμούς αλλά εργαλεία διαμόρφωσης ενός πλέγματος κίνητρων που διευκολύνουν την οικονομική ανάπτυξη και συμβάλλουν στην μεγιστοποίηση της κοινωνικής ευημερίας.


Ο όρος «θεσμοί», με την ευρεία έννοια, περιλαμβάνει το σύνολο των κανόνων, των διαδικασιών συμμόρφωσης και των ηθικών προτύπων που σκοπό έχουν να ρυθμίσουν τη συμπεριφορά των ατόμων σε μια κοινωνία. Οι θεσμοί μπορεί να αφορούν τους κανόνες που διέπουν τη διακυβέρνηση ενός κράτους, τη δικαιοσύνη, τo βαθμό λογοδοσίας των πολιτικών στους πολίτες, την λειτουργία της αγοράς, την ασφάλεια, και την εκπαίδευση.

Οι θεσμοί μπορεί να διακριθούν σε δύο κατηγορίες, τους περιεκτικούς και τους απομυζητικούς. Ως περιεκτικοί θεσμοί ορίζονται εκείνοι που ανοίγουν το παιχνίδι σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερα στρώματα της κοινωνίας και εξασφαλίζουν ένα ισότιμο πεδίο ανταγωνισμού. Από την άλλη, οι απομυζητικοί θεσμοί ορίζονται ως οι θεσμοί που διέπονται από τη λογική της απαλλοτρίωσης εισοδήματος ή πλούτου από ένα τμήμα της κοινωνίας σε όφελος κάποιοι άλλου. 


Το βασικό συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουν οι συγγραφείς είναι ότι τα κράτη διαπρέπουν όταν αναπτύσσουν περιεκτικούς θεσμούς ενώ αποτυγχάνουν όταν οι θεσμοί γίνονται ελιτίστικοι, συγκεντρώνοντας τη δύναμη και τις ευκαιρίες στα χέρια μιας μικρή ομάδας πολιτών. Το κεντρικό επιχείρημα τους είναι ότι για να υπάρξουν επενδύσεις και καινοτομίες, βασικά συστατικά στοιχεία για την μεγέθυνση μίας οικονομίας, θα πρέπει να διασφαλιστούν τα δικαιώματα ιδιοκτησίας. 

Σε ένα κράτος με περιεκτικούς θεσμούς, όπου περισσότεροι πολίτες συμμετέχουν στη διαδικασία διακυβέρνησης, συνεπώς η δυνατότητα εκμετάλλευσης από τους λίγους είναι εξασθενισμένη, και υπάρχει διαφάνεια στον τρόπο λήψης αποφάσεων, δημιουργείται πρόσφορο έδαφος για απελευθέρωση των παραγωγικών δυνάμεων και εκμετάλλευση των ευκαιριών για επενδύσεις και καινοτομίες. Στον αντίποδα, σε ένα κράτος με απομυζητικούς θεσμούς, όπου επικρατεί η ανομία και η αταξία, τα κίνητρα για επενδύσεις θα είναι περιορισμένα επειδή οι καρποί των επενδύσεων πιθανό να «λεηλατηθούν» από αυτούς που διαθέτουν πολιτική και οικονομική δύναμη. 

Στο κρίσιμο ερώτημα αναφορικά με το πώς διαμορφώνονται οι θεσμοί σε ένα κράτος, οι συγγραφείς αναφέρουν ότι οι θεσμοί είναι η συνισταμένη της κατανομής πολιτικής και οικονομικής δύναμης μίας κοινωνίας σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Διατηρούνται όσο ο συσχετισμός των δυνάμεων στο κοινωνικό παίγνιο είναι ευνοϊκός και μεταβάλλονται όταν ο τελευταίος αλλάζει. Αναφέρουν επίσης ότι σημαντικό ρόλο στην κατεύθυνση της εξελικτικής πορείας των θεσμών διαδραματίζουν διάφορα απρόοπτα ή απρόβλεπτα ιστορικά γεγονότα. Μία οικονομική κρίση, για παράδειγμα, είναι δυνατόν να διαταράξει το ισοζύγιο των δυνάμεων που εμπλέκονται στη δημιουργία, τη διατήρηση και τον μετασχηματισμό των θεσμών, και συνακόλουθα να επιτρέψει σε ένα κράτος να ξεφύγει από τον φαύλο ή ενάρετο κύκλο ανάπτυξης.

Αυτή η παρατήρηση είναι ιδιαίτερα σημαντική για την Κύπρο, η οποία βρίσκεται στο μέσο της βαθύτερης οικονομικής κρίσης. Τα όσα έρχονται στην επιφάνεια σε σχέση με τα αίτια και τα αιτιατά που προκάλεσαν την κατάρρευση του τραπεζικού τομέα και τη διόγκωση του δημοσιονομικού ελλείμματος, φανερώνουν ότι η οικονομική κρίση είναι το σύμπτωμα μίας πολύ σοβαρότερης κρίσης, της θεσμικής κρίσης. 

Η ανεπαρκής εποπτεία του τραπεζικού τομέα, η χαμηλή ποιότητα του ρυθμιστικού περιβάλλοντος, η αποτυχία κρατικών επιχειρήσεων, η δυσλειτουργία της δημόσια διοίκησης, οι κακές σχέσεις διάφορων θεσμών του κράτους, η διαχρονική ατιμωρησία, η αναξιοκρατία, η διαφθορά και η γραφειοκρατία που βραχυκυκλώνει την καθημερινότητα του πολίτη και την επιχειρηματικότητα, είναι μερικά μόνο παραδείγματα θεσμικών στρεβλώσεων. 

Αναμφίβολα, οι πιο πάνω θεσμικές αδυναμίες συνέβαλαν καθοριστικά στην εκδήλωση της οικονομική κρίσης στην Κύπρο. Ωστόσο, έχοντας υπόψη το μάθημα της ιστορίας, όπως προκύπτει από την πολύχρονη έρευνα των Ατζέμογλου και Ρόμπινσον, η τρέχουσα οικονομική συγκυρία μπορεί να αποτελέσει μια μοναδική ευκαιρία για ανασυγκρότηση και ανανέωση των θεσμών. Συνεπώς, η όποια προσπάθεια για «επανεκκίνηση» της οικονομίας θα πρέπει να έχει ως αφετηρία το μετασχηματισμό και τον εκσυγχρονισμό των θεσμών. Αυτό αποτελεί αναγκαία συνθήκη για βιώσιμη μακροχρόνια ανάπτυξη της οικονομίας.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Ο Φιλελεύθερος της Κυριακής" στις 8-12-2013.

Wednesday 4 December 2013

Η υπερκατανάλωση αντιβιοτικών συνιστά μείζον απειλή για τη δημόσια υγεία

Η 18η Νοεμβρίου κάθε έτους έχει καθιερωθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως η Ημέρα Ενημέρωσης για τα αντιβιοτικά. Ο στόχος της εν λόγω ευρωπαϊκής πρωτοβουλίας είναι η ευαισθητοποίηση των πολιτών και των επαγγελματικών υγείας σε σχέση με τις δυνητικές επιπτώσεις από τη μη ορθολογική χρήση των αντιβιοτικών.


Το σημαντικότερο, ίσως, πρόβλημα που δημιουργείται, ως αποτέλεσμα της ασύνετης χρήσης αντιβιοτικών, είναι η εξασθένιση της δραστικότητας τους, με δυσμενείς συνέπειες για τη δημόσια υγεία. 

Η ανάπτυξη μικροβιακής αντοχής, δηλαδή δημιουργίας ανθεκτικών μικροβίων στα αντιβιοτικά, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την υπερσυνταγογράφηση αντιβιοτικών από τους επαγγελματίες υγείας.


Η αιτία του προβλήματος της υπερσυνταγογράφησης και υπερκατανάλωσης αντιβιοτικών εντοπίζεται στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των υπηρεσιών υγείας, και συγκεκριμένα στην ασυμμετρία πληροφόρησης μεταξύ γιατρών και ασθενών. Η εν λόγω ασυμμετρία στην πληροφόρηση συχνά οδηγεί στο φαινόμενο της «προκλητής ζήτησης». Επειδή οι γιατροί λαμβάνουν οι ίδιοι τις αποφάσεις σχετικά με την θεραπεία που θα ακολουθήσουν οι ασθενείς τους, είναι δυνατό να ορίσουν μία θεραπεία μεγαλύτερης ποσότητας και υψηλότερου κόστους από αυτή που θα επέλεγε ο ασθενής εάν είχε τέλεια πληροφόρηση σε σχέση με την κατάσταση της υγείας του και την αποτελεσματικότητα των εναλλακτικών θεραπειών.

Η ατελής πληροφόρηση οδηγεί, επομένως, στην απώλεια της «κυριαρχίας» του ασθενή, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να καταναλώνει υπηρεσίες υγείας (συμπεριλαμβανομένων και των αντιβιοτικών) πέρα από το κοινωνικά άριστο επίπεδο.

Το πρόβλημα της «προκλητής ζήτησης» επιτείνεται πολλές φορές και από το γεγονός ότι οι ασθενείς δεν καταβάλλουν οι ίδιοι το κόστος που συνεπάγεται η θεραπευτική αγωγή στην οποία υποβάλλονται, αλλά τα ασφαλιστικά τους ταμεία (πρόβλημα του ηθικού κινδύνου).

Επίσης, σημαντικό ρόλο διαδραματίζει και η συμπεριφορά των ίδιων των ασθενών. Για παράδειγμα, όταν ένας ασθενής πιστεύει ότι χρειάζεται αντιβίωση και δεν του χορηγηθεί, τότε ενδεχόμενα να επισκεφτεί ένα άλλο γιατρό για να «αξιολογήσει καλύτερα» την κατάσταση της υγείας του. Αυτό οδηγεί τους γιατρούς να χορηγούν με μεγαλύτερη ευκολία αντιβιοτικά, ώστε να «ικανοποιήσουν» τους ασθενείς τους, αντί να αφιερώσουν τον απαραίτητο χρόνο για να τους εξηγήσουν γιατί δεν χρειάζονται αντιβίωση.

Για λυθεί το πρόβλημα που δημιουργείται από την υπερσυνταγογράφηση και υπερκατανάλωση αντιβιοτικών, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί η αιτία που το προκαλεί. Θα πρέπει δηλαδή να γεφυρωθεί το χάσμα της πληροφόρησης μεταξύ γιατρών και ασθενών.

Από μελέτες που έχουν γίνει έχει αποδειχθεί ότι οι Κύπριοι πολίτες έχουν σε μεγάλο βαθμό ελλιπή ή και λανθασμένη πληροφόρηση σε σχέση με τα αντιβιοτικά. Τα πιο πρόσφατα στοιχεία επιβεβαιώνουν επίσης ότι η Κύπρος συγκαταλέγεται στις χώρες με τα υψηλοτέρα επίπεδα μικροβιακής αντοχής.

Υπάρχει, επομένως, περιθώριο για ανάληψη πρωτοβουλιών από το κράτος, στα πλαίσια μίας προδραστικής προσέγγισης, για ενημέρωση και ευαισθητοποίηση των πολιτών αναφορικά με τις συνέπειες της κατάχρησης των αντιβιοτικών. Ο ρόλος των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και των Συνδέσμων ή Οργανώσεων των καταναλωτών για την επίτευξη αυτού του στόχου είναι ιδιαίτερα σημαντικός.

Η κατάλληλη και υπεύθυνη χρήση των αντιβιοτικών από τους επαγγελματίες υγείας και τους πολίτες θα οδηγήσει στην αναβάθμιση της ποιότητα ζωής. Θα βοηθήσει επίσης στον περιορισμό των αχρείαστων δαπανών στον κλάδο της υγείας.